Αφιέρωμα στο Back in Black των AC/DC
Oι AC/DC δούλεψαν σκληρά για να ανέβουν τα σκαλιά της καταξίωσης. Ήταν το 1980, όταν μετά το κλασικό ‘Highway To Hell’, η ηλεκτρική φωνή του συγκροτήματος που τους ταύτισε με την επιτυχία, θα σιγούσε μια για πάντα.
Μια βραδιά ακραίας κατανάλωσης αλκοόλ, θα έβρισκε νεκρό τον Bon Scott μέσα σε ένα αυτοκίνητο κάπου στο Νότιο Λονδίνο, την εποχή που δούλευαν κομμάτια για τον επόμενο δίσκο τους…
Ο θάνατός του τσάκισε ψυχολογικά τα αδέρφια Young, που αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη της μπάντας.
Όπως έχει εκμυστηρευτεί ο Angus, το σοκ τους ήταν μεγάλο, αφού ένιωθαν ότι έχαναν έναν αδελφικό φίλο. Έπρεπε όμως να συνεχίσουν…
Μπορούσε να πίνει ατελείωτα, τον έβλεπες την άλλη μέρα το πρωί και ήταν κομπλέ, αναρωτιόμασταν πώς το κατάφερνε αυτό…
Είναι αδύνατο να το ξεπεράσουμε, ήταν ο φίλος μας, το άτομο που δουλεύαμε όλη μέρα μαζί…
Ο αντικαταστάτης
Το επόμενο βήμα για το group ήταν να μαζέψει τα κομμάτια του και να βρει τον επόμενο frontman. Δύσκολη επιλογή, γιατί ο Scott είχε ήδη προλάβει να αφήσει το στίγμα του με τη μοναδική χροιά της φωνής του και τις τρομερές live εμφανίσεις του, συν το γεγονός ότι οι πρόωροι θάνατοι μυθοποιούν -καλώς ή κακώς- έναν καλλιτέχνη…
Κάπου στο Gateshead, μια κωμόπολη στη όχθη του ποταμού Tyne της βορειοανατολικής Αγγλίας, ένας 32χρονος, ονόματι Brian Johnson, που γυρνούσε φορώντας ένα καβουράκι στο κεφάλι, τραβούσε τα δικά του ζόρια.
Είχε μόλις επιστρέψει στο πατρικό του, οδηγούσε ένα σαραβαλάκι, είχε χωρίσει με τη γυναίκα του και ένιωθε ότι είχε ξοφλήσει, ενώ τα οικονομικά του ήταν χειρότερα από την καταρρακωμένη ψυχολογία του…
Οι μέρες που υπήρξε rock star στις αρχές των ’70s, τραγουδώντας για τους Geordie, την glam rock μπάντα από το Newcastle, είχαν περάσει ανεπιστρεπτί…
Πριν τις ηχογραφήσεις του Back in Black, πριν ακόμα γίνει μέλος της μπάντας, κρύβεται μια ακόμα όμορφη ιστορία με happy end.
Η μπίζνα με την EMI Records, που τους έφερε στο top-10 των hits το 1973, χάλασε, οι Geordie δεν κατάφεραν ποτέ να κεφαλαιοποιήσουν αυτήν την επιτυχία, τα μέλη τους έσπασαν και ο Brian πήρε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στη γενέτειρά του.
Για να κερδίζει τα προς το ζην έφτιαχνε παρμπρίζ και επισκεύαζε σπορ αυτοκίνητα, ενώ έβγαζε που και που κάνα ψιλό παίζοντας live με τους Geordie II, μια… νεότερη version της παλιάς μπάντας.
Ο ίδιος θυμάται:
Όταν έφυγα από τους Geordie, ήμουν κομμάτια… Δεν μου είχε απομείνει τίποτα.
Είχα δυο παιδιά και ένα στεγαστικό δάνειο να φέρω βόλτα. Οδηγούσα ένα δεκατετράχρονο Wolkswagen και ήμουν ένας γαμημένος μπατίρης!
Ο Brian Johnson ήξερε ότι παρά την ατυχία του, οι πραγματικά μεγάλες ευκαιρίες παρουσιάζονται μια μόνο φορά στη ζωή και πρέπει να είσαι έτοιμος πνευματικά για να τις αρπάξεις από τα μαλλιά.
Με τους Geordie II, ερμήνευε συχνά στις ζωντανές εμφανίσεις τους «ένα track που έκανε πανικό, από μια αυστραλιανή μπάντα που λεγόταν AC/DC».
Το τραγούδι αυτό δεν ήταν άλλο από το ‘Whole Lotta Rosie’!
Eκείνη την περίοδο δεν ήξερα πολλά για τους AC/DC, απλά γνώριζα ότι έκαναν χαμό! Όλος ο κόσμος μίλαγε για αυτούς!
Παίζαμε το ‘Whole Lotta Rosie’ και συνήθως το κρατάγαμε για το τέλος, γιατί το κοινό τρελαινόταν!
Το τηλεφώνημα που άλλαξε τη ζωή του Brian Johnson
Σε όλες τις μεγάλες rock ιστορίες, οι συμπτώσεις και η τύχη, συνδυασμένες με το ωμό ταλέντο και τη σκληρή δουλειά, ήταν η συνταγή της καταξίωσης.
Δυο ημέρες μετά την κηδεία του αδικοχαμένου Bon, oι AC/DC ξεκίνησαν μια ατελείωτη οντισιόν για την πρόσληψη τραγουδιστή.
Αρχές Απριλίου του ίδιου έτους, είχαν αποφασίσει ότι ο Brian Johnson ήταν ο άνθρωπός τους! O Bon Scott είχε τύχει να τον δει ζωντανά, κάπου στο Λονδίνο, και είχε εκφραστεί θετικά για αυτόν σε ανύποπτο χρόνο.
Τα αδέρφια Young ακολούθησαν το ένστικτό τους και ο Αngus θυμάται:
Ξέραμε ότι άρεσε στον Scott, οπότε για να άρεσε αυτόν, θα ήταν πραγματικά καλός. Ήταν λίγοι οι άνθρωποι για τους οποίους εκφραζόταν θετικά…
Επιστρέφουμε στο Gateshead:
Το τηλέφωνο στο πατρικό του Brian Johnson χτυπάει, χωρίς ο ίδιος να φανταστεί ότι θα είναι ένα τηλεφώνημα που θα αλλάξει τη ζωή του μια για πάντα.
Μια γυναίκα, με βαριά προφορά, του ζήτησε να μεταβεί στο Λονδίνο για να πάρει μέρος στα δοκιμαστικά ενός συγκροτήματος.
O Brian ζήτησε το όνομα της μπάντας, αυτή το αρνήθηκε, και ο ίδιος επέμενε να του αποκαλύψει έστω τα αρχικά. Η φωνή από την άλλη γραμμή ήταν ξεκάθαρη:
A,C, D and C!
Η πρώτη συνάντηση με τους AC/DC
Ενθουσιασμένος, ξεκίνησε το ταξίδι του προς το Λονδίνο. Επειδή φοβήθηκε ότι το Wolkswagen του δεν θα τα κατάφερνε μέχρι εκεί, δανείστηκε ένα Toyota Crown από έναν φίλο του, οι οιωνοί όμως και πάλι δεν ήταν ιδανικοί.
Λίγο πιο έξω από το Newcastle, και ενώ κατηφόριζε προς την αγγλική πρωτεύουσα, έμεινε από λάστιχο!
Ο Brian πάλευε σαν τρελός να το επισκευάσει για να προλάβει την πρόβα στα Vanilla Studios και μόλις κατέφθασε αγχωμένος, άραξε για λίγο σε ένα μικρό καφέ για να ηρεμήσει.
Στο απέναντι κτίριο βρίσκονταν μαζεμένοι οι υπόλοιποι AC/DC, με τον ίδιο να ανασύρει από τη μνήμη του εκείνες τις στιγμές:
Κάθισα για λίγο στην καφετέρια, ακριβώς απέναντι από τα studios… «Θεέ μου», σκέφτηκα, και όλα ξαφνικά έγιναν άθλια γύρω μου.
Ήθελα να φύγω και να γυρίσω σπίτι, σκεφτόμουν ότι θα ψάχνουν κάποιον μαλλιά για να πάρει τη θέση…
Θυμάμαι να πίνω γρήγορα το τσάι μου και να προσπαθώ να φάω την πίτα που το συνόδευε, πέθαινα από την πείνα.
Πετάχτηκα πάνω, είπα «μαλακίες, πρέπει να κάνεις την κίνησή σου…» και βρέθηκα να διασχίζω το δρόμο! Αυτό ήταν που με άλλαξε για πάντα!
Αφού οι πρόβες συνεχίστηκαν, ο Malcolm θα τηλεφωνούσε κάποιες μέρες αργότερα στον Brian για να του μεταφέρει τα χαρμόσυνα νέα:
Brian, έχουμε έναν δίσκο να ετοιμάσουμε, σε δυο εβδομάδες ξεκινάμε, να είσαι έτοιμος!
Η αποδοχή από τους AC/DC
Οι AC/DC τελικά τον προσέλαβαν, και έπεσαν με τα μούτρα στις ηχογραφήσεις για το ‘Back In Black’!
Κάποια κομμάτια είχαν ήδη ετοιμαστεί πριν το θάνατο του Bon Scott, και το συγκρότημα στρώθηκε στη δουλειά για να διασφαλίσει τη συνέχειά του στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα.
Ο Βrian δεν γινόταν να αποφύγει τις συγκρίσεις με τον προκάτοχό του, έπρεπε να αναπτύξει τους μηχανισμούς εκείνους που θα τον βοηθούσαν να μην επηρεαστεί.
Τα υπόλοιπα μέλη τον ατσάλωσαν ψυχολογικά ενώ τα αδέρφια Young από την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους του τόνισαν ότι πρέπει να αντέξει όλη αυτήν την κατάσταση, μαζί και τους δημοσιογράφους της Αυστραλίας οι οποίοι έγιναν φορτικοί από τη στιγμή που το group μετακόμισε στο Λονδίνο.
Μalcolm και Angus Young, Cliff Williams, Brian Johnson και Phil Rudd πέταξαν για τις Μπαχάμες για να απομονωθούν και να αρχίσουν τις ηχογραφήσεις.
Το πρώτο κομμάτι που ηχογράφησαν, ήταν ένας φόρος τιμής στον αδικοχαμένο φίλο τους.
Το ‘Back In Black’, ήταν ένας χαιρετισμός στον Bon Scott, με τους στίχους Forget the hearse ’cause I never die να δηλώνουν ξεκάθαρα ότι το πνεύμα του θα είναι πάντα δίπλα στο συγκρότημα.
Ο τίτλος υποδηλώνει μια ένδειξη πένθους, όπως και το εξώφυλλο του δίσκου, ενώ τα riffs του τα έπαιζε καιρό ο Angus πριν τον θάνατό του.
Η ευγνωμοσύνη του Brian
Ακόμα και σαν μέλος της μπάντας, ο Brian Johnson παρέμεινε οπαδός του συγκροτήματος:
Αυτή η μπάντα είναι ό,τι καλύτερο, το καλύτερο για μένα είναι ότι βρίσκομαι σε όλες τις συναυλίες τους χωρίς να πληρώνω ένα γαμημένο εισιτήριο, και έχω την καλύτερη θέση!
Είμαι πάνω στη σκηνή!
Ειλικρινά, θα μπορούσα να στέκομαι εκεί και απλά να τους χαζεύω, ξεχνιέμαι πολλές φορές ότι τραγουδάω μαζί τους, είναι μια τρομερή μπάντα, με τρομερούς τύπους…
Σκέφτομαι τον πρώτο δίσκο μου με τους AC/DC, την επιτυχία του… Σκέφτομαι, τι διάολο κάναμε;
Τόσα χρόνια μετά, το ‘Back In Black’ είναι κορυφαίο hard rock album σε πωλήσεις, με πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα, και αν αναλογιστεί κανείς το σοκ των μελών της μπάντας μετά την ατυχία τους, και το πόσο γρήγορα γύρισαν το χαρτί χωρίς να τους πάρει από κάτω, κάνει το επίτευγμά τους ακόμα πιο εντυπωσιακό!
Ήταν ο δίσκος που έσωσε την καριέρα τους, και τους έκανε ακόμα μεγαλύτερο όνομα. O Slash, σε ανύποπτη στιγμή, έχει δηλώσει πως ήταν το album που έσωσε το rock n’ roll…
Από το ‘Back In Black’ μέχρι σήμερα κύλησε πολύ, πολύ νερό στο μύλο των AC/DC.
O Brian Johnson ηχογράφησε ένα σωρό δίσκους, η μπάντα έγινε η κορυφαία hard rock live act στον πλανήτη, γεμίζοντας αρένες, φουλάροντας στάδια και ισοπεδώνοντας τα πάντα με τις βροντερές εμφανίσεις της.
Ο Brian, με το χαρακτηριστικό καπελάκι πάνω στη σκηνή, έδεσε με τα μέλη, και παρά το γεγονός ότι οι συγκρίσεις με τον Scott δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, ο ίδιος έδινε και την ψυχή του στα live!
Μπορεί να μην πλησίασε ποτέ την αλητήρια φιγούρα του προκατόχου του, αλλά με το πέρασμα των χρόνων έγινε μια αξιαγάπητη μορφή ολόκληρης της rock, χαρίζοντάς μας ηλεκτρισμένες στιγμές σαν κι αυτήν: