Η album-oriented (και κατ΄επέκταση rock-oriented) εποχή της popular μουσικής, που κυριαρχεί στα FM αλλά και στη γενικότερη mainstream αντίληψη έχει περάσει ανεπιστρεπτί, δίνοντας τη θέση της σε ένα σύστημα που ευνοεί αναλώσιμα singles από αναλώσιμους (ως επί το πλείστον, για να είμαστε δίκαιοι) καλλιτέχνες, προσανατολισμένα στην εύκαιρη γιγαντιαία είσπραξη παρά σε μια τόσο-σπάνια-στις-μέρες-μας διαχρονικότητα.
Ως εκ τούτου, η στιγμή που ένα rock album παλαιάς κοπής, θα καταφέρει να γοητεύσει managers, δισκογραφικές, charts, στοχεύοντας κατευθείαν στην καρδιά του μετά-MTV σύγχρονου κοινού, αναμένεται να σκάσει σαν πυροτέχνημα, εξασφαλίζοντας περίοπτη θέση για το εν λόγω υλικό στη μουσική επικαιρότητα της προσεχής -τουλάχιστον- πενταετίας.
Παραφράζοντας (και) τον Marilyn Manson, rock isn’t dead. Καλώς ή κακώς, από τους κατ’ εξοχήν εκπροσώπους της προαναφερθείσας φράσης αποτελούν τα γνωστά σε όλους μας wunderkinds της alternative σκηνής, Arctic Monkeys.
Γνωστοί και με τον ανεπίσημο τίτλο ως «η πρώτη rock μπάντα που γιγαντώθηκε μέσω της κουλτούρας του Internet». Αυθεντικοί millennials. Προϊόν των ημερών τους. Πολιτισμικοί εκπρόσωποι της πόλης του Sheffield. Εθνικοί ήρωες της Μεγάλης Βρετανίας. Overhyped; Ε, και;
Τα παιδιά τα κατάφεραν εκεί όπου άλλοι απέτυχαν, κατάφεραν να συνδέσουν το κοινό των Queens of the Stone Age με αυτό του σύγχρονου hip-hop και της EDM σκηνής. Άσχετα με το αν διακρίνονται ανάλογες επιρροές στο έργο των Μαϊμούδων. Όλο το ζήτημα είναι η πολιτισμική λαίλαπα που προκαλούν (τουλάχιστον) από το 2013 και έπειτα.
Γιατί συγκεκριμένα το ’13; Σαν σήμερα, 9 Σεπτεμβρίου, εκείνου του έτους, κυκλοφορεί το σημειολογικό crown jewel της καριέρας τους. Η αποθέωση, η δικαίωση θα έλεγε κανείς.
Όχι ότι δεν είχαν ραδιοφωνική παρουσία ή εμπορική επιτυχία πρωτίστως. Κάθε άλλο.
Ο δίσκος ‘AM’ όμως ήταν αυτός που τους έφερε σε κάθε σπίτι, σε κάθε ηχοσύστημα, σε κάθε πικ απ (προφανώς έγινε και αυτό).
Υλικό από αυτόν ακριβώς το δίσκο ακούγεται ακόμα (και) στα (ελληνικά) ραδιόφωνα, από σταθμούς ποικίλης μουσικής εμβέλειας – από τα «ροκάδικα» μέχρι οποιαδήποτε hit-of-the-week συχνότητα.
Τι μπορεί να είναι αυτό που καθιστά τουλάχιστον το μισό ‘AM’ ως άκρως catchy και εθιστικό;
Ένα συνονθύλευμα άσχετων μεταξύ τους επιρροών, φιλτραρισμένων από την απροκάλυπτα poppy όσο και δεξιοτεχνική συνθετική ικανότητα του Alex Turner, είναι υπεύθυνο για έναν ήχο που διέσχισε με επιτυχία μουσικές αντιλήψεις και γούστα.
Άρχισε τη μουσική του καριέρα ακούγοντας, μικρός ακόμα, David Bowie και Led Zeppelin, μεταξύ άλλων, για να περάσει μια εφηβεία γεμάτη Outkast και Dr. Dre – δύο βασικές επιρροές για τον εν λόγω δίσκο.
Μέχρι να τον μυήσει ο τότε γείτονάς του και νυν bandmate, Jamie Cook, στη «βρωμιά» των Queens of the Stone Age, τους de facto μουσικούς πατεράδες των Monkeys. Μόνο σε έναν τέτοιο δίσκο λοιπόν θα μπορούσαν, όχι απλώς να συνυπάρξουν, αλλά και να εναρμονιστούν, τόσο ετερόκλητα ακούσματα.
Η αναφορά στους QOTSA δίνει μια αναπόφευκτη πάσα σε ειδική μνεία στον γνωστό σε όλους μας Josh Homme. Όπως έγραφε ένα review του συγκεκριμένου δίσκου, «αν ο Homme δεν είχε πάρει μαζί του τους AM στην έρημο, δε θα μπορούσαν να είχαν φτάσει σε αυτό το σημείο».
Δήλωση που έχει σημαντική βάση, δεδομένης της ηχητικής διαφοράς των πρώτων δύο δίσκων, αυθεντικής indie-pop νοσταλγίας του post-punk στη μετά-Britpop βρετανική μουσική σκηνή, με τον τρίτο ονόματι ‘Humbug’.
Δίσκος για τον οποίο, αφότου επιστρατεύτηκε ο Homme ως συμπαραγωγός του σταθερού τους συνεργάτη James Ford, μετακίνησε το spot ηχογραφήσεων από διάφορα μέρη σε Αγγλία και Βρετανία στο εμβληματικό Rancho De La Luna στο Joshua Tree της California.
Το πολυπόθητο «γρέζι» μπολιάζεται υπέροχα με radio-friendly ανησυχίες στο ‘Crying Lightning’ ενώ ο ήχος αποκτά μια ελαφρώς σκοτεινή απόχρωση σε κομμάτια όπως το ‘Dance Little Liar’. Πολύτιμα εφόδια για τη συνέχεια -και κυρίως εξέλιξη- της δισκογραφίας τους.
Στα του δίσκου τώρα, οι Black Sabbath παντρεύονται το hip-hop σε ένα σύνολο που ενώνει chart-topping ύμνους όπως τα ‘Do I Wanna Know?’ και ‘R U Mine?’ με μπαλαντοειδείς εξάρσεις τύπου ‘No.1 Party Anthem’ και ‘I Wanna Be Yours’ (το οποίο αποτελεί φόρο τιμής του Turner στον αγαπημένο του σύγχρονο ποιητή, John Cooper Clarke).
Δύο κομμάτια εμπεριέχουν συμπληρωματική φωνητική συμβολή του Josh Homme, το ‘One For The Road’ καθώς και το -προσωπικό αγαπημένο- ‘Knee Socks’.
Διόλου απίστευτο που ο δίσκος σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων σε πολλές χώρες και διαφορετικά formats. Τα νούμερα είναι πολλά, αξίζει όμως να αναφέρουμε δύο εμπορικά επιτεύγματα που έκαναν τη διαφορά:
Ο δίσκος αποτελεί μία από τις πλέον ευπώλητες κυκλοφορίες σε μορφή βινυλίου (με νούμερο που ξεπερνά τα 27.000) ενώ μόλις τον περασμένο Αύγουστο χαρακτηρίστηκε ως «πλατινένιο» στις ΗΠΑ, πουλώντας πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα! Εμπορική επιτυχία αδιανόητη για rock σχήμα, πόσο μάλλον για βρετανική μπάντα «ανεξάρτητων» καταβολών.
Δεν είναι κάτι που θα αρέσει σε όλους, αποτελεί δε «μαγνήτη» για τους απανταχού haters, οι οποίοι μάλλον θα ξεσκονίζουν με μένος κλασικά βινύλια των ’70s ή θα «λιώνουν» εκείνον τον ξεχασμένο δίσκο των Kyuss κρυμμένο εδώ και χρόνια σε κάποιο ντουλάπι (ούτε καν των QOTSA δηλαδή).
Ή θα αναπολούν εποχές Oasis και Verve, στο μυαλό τους η τελευταία περίοδος της βρετανικής ροκ που άξιζε ποτέ.
Κακό δεν είναι να μη σου αρέσει, κακό είναι να μην αναγνωρίζεις το ότι το κουαρτέτο των Alex Turner, Jamie Cook, Nick O’Malley και Matt Helders έφερε στο ευρύτατο mainstream κάτι που πλησιάζει -περισσότερο κοντά απ’ όσο θέλει να πιστέψει κανείς- τα ακούσματα που κατά πάσα πιθανότητα έθεσαν τα δικά σου ποιοτικά standards.
Ότι αυτοί, μαζί ίσως με Muse και Royal Blood, εμπλουτίζουν την pop επικαιρότητα με αυθεντικό βρετανικό rock σύγχρονης εποχής.
Ότι ο συγκεκριμένος δίσκος, ακόμα και αν αποτελέσει «ταφόπλακα» στη διαστημική -μέχρι τώρα- πορεία των Μαϊμούδων, πάντα θα βρίσκεται εκεί για να θυμίζει πως το 2013 το ροκ απέδειξε ότι όχι απλά δεν είναι νεκρό, αλλά ζει και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να μας υπενθυμίσει για ποιο λόγο είχε αποτελέσει το κατ’ εξοχήν «λαϊκό» μουσικό είδος για τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες πριν την αλλαγή της χιλιετίας.