Ο Benjamin Burwell Johnston, Jr. είναι ένας «ιδιαίτερος» μουσικός. Ο 90χρονος Αμερικανός συνθέτης έχει διδαχθεί μουσική Δυτικών προτύπων και έχει μουσικά διπλώματα από δύο κολέγια (BFA στο College of William & Mary το 1949 και MFA στο Mills College του Oakland το 1952) και από ένα κονσερβατόριο (University of Cincinnati – College-Conservatory of Music) το 1950. Παρ’ όλα αυτά, ο Johnston φαίνεται πως δεν ακολουθεί τους κανόνες της Δυτικής μουσικής. «Μεγαλώνοντας, έπαιζα εξ ακοής και εφηύρα τις δικές μου συγχορδίες», δηλώνει ο συνθέτης, ο οποίος με το έργο του αμφισβητεί κατά κάποιον τρόπο τη μουσική θεωρία, πάνω στην οποία έχουν γραφτεί σχεδόν όλα τα έργα της Δυτικής μουσικής.
Αναλυτικότερα, στη Δυτική μουσική, μαθαίνουμε πως υπάρχει ένας πεπερασμένος αριθμός από νότες στο πεντάγραμμο, όμως στην πραγματικότητα υπάρχουν άπειρες θέσεις, τα διαστήματα ανάμεσα στους τόνους και τα ημιτόνια δεν είναι κενά. Ή καλύτερα, δεν θα έπρεπε να είναι… Στη μουσική θεωρία, τα διαστήματα αυτά ονομάζονται «μικροτόνοι» και αποτελούν ουσιαστικά υποδιαιρέσεις των ημιτονίων, με τις οποίες αρέσκεται να δουλεύει ο Johnston.
Το ‘String Quartet No. 4’, η εκδοχή του ‘Amazing Grace’ από τον Johnston, η οποία είναι ίσως η πιο γνωστή και πολυπαιγμένη δουλειά του, διαφέρει από τα γνωστά συνθετικά έργα και, σύμφωνα με τον ίδιο, οι ρίζες του «ιδιαίτερου» αυτού έργου του βρίσκονται στην παιδική του ηλικία και σχετίζονται με την περιέργειά του ως παιδί να μάθει πώς θα ακούγονταν τα έργα του Beethoven αν τα είχε γράψει προς το τέλος της καριέρας του, έχοντας περιορισμένη την αίσθηση της ακοής.
Τα όνειρα του Johnston για καριέρα στη μουσική και τη σύνθεση ξεκινούν από την αγάπη του για την Glenn Miller Orchestra και από τις πρώιμες μελωδίες των show του Broadway. Ύστερα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα ακούσει για πρώτη φορά την progressive jazz του Stan Kenton. «Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που άκουσα jazz αυτοσχεδιασμούς», θα δηλώσει αργότερα στη ζωή του ο Johnston, συμπληρώνοντας «κατευθείαν το «έπιασα» με το αυτί. Άλλαξε ριζικά την προσέγγιση που είχα ως τότε για τη μουσική.»
Μετά τον πόλεμο, θα γίνει μαθητής του Αμερικανού συνθέτη και οργανοποιού Harry Partch, με τον οποίο θα πειραματίστει πάνω στη θεωρία που σήμερα είναι γνωστή ως ‘just intonation’, ενώ θα μαθητεύσει δίπλα στους Darius Milhaud και John Cage. Όλοι οι παραπάνω μέντορές του τον ενθάρρυναν να ακολουθήσει τον δρόμο του, όπως και έκανε.
Στην πορεία της ζωής του, ο Johnston έγινε ο ίδιος καθηγητής μουσικής και δίδαξε στο University of Illinois για πάνω από τρεις δεκαετίες. Ο συνθέτης Larry Polansky, ο οποίος υπήρξε μαθητής του, θεωρεί τη δουλειά του μέντορά του ρηξικέλευθη και αναγκαία για την ανθρωπότητα και αυτό φαίνεται και στη δήλωσή του:
Χρειαζόμαστε τον Jackson Pollock, τον John Ashbery, τον James Joyce και τον Ben Johnston, γιατί αμφισβητούν κάποια πράγματα που γενικά θεωρούνται δεδομένα ενώ δεν θα έπρεπε.
Ο Polansky, ο οποίος σήμερα είναι καθηγητής μουσικής στο UC Santa Cruz, νιώθει υποχρεωμένος στον Johnston που του υπέδειξε πως υπάρχει περισσότερη μουσική έξω από τα Δυτικά πρότυπα.
Το να παίρνεις ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο τόνων, να το περιορίζεις σε ένα επίσης πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο και να προσπαθείς να του δώσεις μορφή ενώ δεν έχει, απλά δεν έχει κανένα νόημα.
Ο Johnston έχει χρησιμοποιήσει στα συνθετικά του έργα τις «συμβατικές» νότες, όμως αφιέρωσε ένα τεράστιο μέρος της ζωής του –σχεδόν τέσσερις δεκαετίες– στη σύνθεση 10 μοναδικών έργων για κουαρτέτα εγχόρδων. Πέρυσι, για τα 90ά του γενέθλια, δέχτηκε ίσως το ωραιότερο δώρο της ζωής του: την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων των έργων του, οι οποίες διήρκησαν περισσότερο από μία δεκαετία (!).
Το κουαρτέτο The Kepler Quartet σχηματίστηκε το 2002, από τους Sharan Leventhal και Eric Segnitz (βιολί), Brek Renzelman (βιόλα) και Karl Lavine (τσέλο), με όραμα να ηχογραφήσουν ολόκληρο το μικροτονικό έργο του Ben Johnston. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του, ο Segnitz είχε δηλώσει πως η διαδικασία των ηχογραφήσεων του συγκεκριμένου έργου ήταν κάτι περισσότερο από μία απλή πρόκληση, καθώς απαιτούσε από τους μουσικούς να μάθουν πολλά και να «ξεμάθουν» ακόμα περισσότερα, ενώ έπρεπε να ξεπεράσουν και τις προκαταλήψεις τους σχετικά με το πώς θα έπρεπε να ακούγεται η κάθε συγχορδία.
Περισσότερο και από την ίδια την πολυπλοκότητα του έργου, ο Segnitz ομολόγησε πως μαγεύτηκε με την αφοσίωση του Johnston στο εγχείρημά του.
Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη πίεσης σε έναν σύγχρονο συνθέτη στον δρόμο προς την καταξίωση – μοιάζει λίγο με το Λύκειο, η αλήθεια είναι. Και το γεγονός πως κάποιος επέλεξε να αγνοήσει όλα αυτά και να τραβήξει το δικό του δρόμο είναι πολύ σημαντικό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ‘String Quartet No. 10’, το οποίο ευφυέστατα «κρύβει» μια πασίγνωστη παραδοσιακή μελωδία σε τέσσερα μουσικά movements. «Το έργο «χτίζει» μία τεράστια προσδοκία ως το σημείο που φτάνουμε στο τέλος και… αποκαλύπτεται η μελωδία! Πρόκειται για το ‘Danny Boy’!», δηλώνει ο Segnitz.
Το συνθετικό έργο του Johnston έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως και του έχει αποφέρει τη Guggenheim Fellowship το 1959, μία βράβευση από το Εθνικό Συμβούλιο Τεχνών και Ανθρωπιστικών Επιστημών των Η.Π.Α. το 1966, δύο τιμητικά αξιώματα από το Smithsonian Institution και το βραβείο Deems Taylor το 2007.
Ο Johnston βλέπει πλέον τον χρόνο να τον πιέζει και αναζητά μουσικούς που θα υπηρετήσουν τις ιδέες του στο μέλλον και θα συνεχίσουν το έργο του. Βλέπει τα κουαρτέτα εγχόρδων του ως το θεμέλιο σε αυτό το εγχείρημα και αναζητά άλλους να συμπληρώσουν το μουσικό αυτό οικοδόμημα: τη σύνθεση μουσικής μακριά από τους περιορισμούς που επιβάλλει το πεντάγραμμο…
Η αλήθεια είναι πως το αποτέλεσμα «ξενίζει» μουσικά και ίσως δίνει την εντύπωση κατα διαστήματα πως τα μουσικά όργανα χρειάζονται κούρδισμα, όμως τα πάντα είναι εν τέλει θέμα συνήθειας. Και η Δυτική μουσική παράδοση έχει περιορίσει την αντίληψή μας για τη μουσική στις δικές της φόρμες.
Αν θέλετε να κάνετε ένα βήμα παραπέρα από τη μουσική comfort zone σας, απολαύστε μερικές από τις συνθέσεις του Johnston και ξεχάστε ό,τι γνωρίζατε μέχρι τώρα για τη μουσική…