David Bowie – Blackstar: Αποχαιρετισμός σε έναν μεγάλο!
Ειλικρινά, δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω…
Όταν αποφάσισα να αναλάβω τη κριτική για το ‘Blackstar’ δεν είχα τη παραμικρή ιδέα για το πόσο δύσκολο θα μου ήταν να εκφράσω με λέξεις τη γνώμη μου για αυτό το δίσκο. Ειδικά τώρα που έχει μια σημαντικότερη αξία, όντας το κύκνειο άσμα ενός από τους πιο σημαντικούς και πρωτοπόρους καλλιτέχνες της σύγχρονης μουσικής.
Δεν νομίζω πως χρειάζεται ιδιαίτερη εισαγωγή όταν μιλάμε για τον David Bowie. Χαρισματικός, εκκεντρικός, αμφιλεγόμενος και ριψοκίνδυνος όσον αφορά τις μουσικές του επιλογές, ο Βρετανός τραγουδιστής και συνθέτης ήταν μια απ’ τις σημαντικότερες φιγούρες της ποπ μουσικής.
Από το ‘The Rise and Fall of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars’ μέχρι το ‘Station To Station’ και από την ‘Τριλογία του Βερολίνου’, όπου συνεργάστηκε με τον διάσημο παραγωγό Brian Eno (‘Low’, ‘Heroes’ & ‘Lodger’), μέχρι το ‘Let’s Dance’, η δισκογραφία του David Bowie είναι μία από τις πιο ποικιλόμορφες στην ιστορία, γι’ αυτό και δεν σκοπεύω να κάνω τόσο κριτική, όσο ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του…
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το ‘Blackstar’ μου άρεσε πριν πεθάνει ο David Bowie. Περίμενα να κυκλοφορήσει πώς και πώς…
Όταν ανέβηκε το βίντεο για το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου, με είχε αφήσει άναυδο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος σε ηλικία 68 ετών δημιουργεί μουσική που θα ζήλευε και ο πιο νέος καλλιτέχνης! Σε αντίθεση με το προηγούμενο άλμπουμ του, ‘The Next Day’, το οποίο δέχθηκε μικτές κριτικές, ο David Bowie κατάλαβε πως δεν είχε τίποτα να χάσει.
Έτσι, με τη βοήθεια μερικών νέων συνεργασιών και συγκεκριμένα με τον μοντέρνο jazz σαξοφωνίστα Donny McCaslin, κατάφερε να δημιουργήσει έναν καινούργιο ρόλο για να υποδυθεί. Άλλωστε, ήταν και στη φύση του να ενσαρκώνει διάφορους χαρακτήρες ανάλογα με τη μουσική περίοδο στην οποία βρισκόταν (Ziggy Stardust, The Thin White Duke). Ο χαρακτήρας του Blackstar αποδείχθηκε τελικά πως ήταν και ο τελευταίος…
Πιστεύω πως αυτός είναι ένας δίσκος που χρειάζεται να τον μελετήσεις καλά για να καταλάβεις τη σημασία του. Δεν βασίζεται σε singles για να πουλήσει και είναι ένα έργο που δεν πρέπει να χάσεις κανένα κεφάλαιο.
Ξεκινώντας από το ‘Blackstar’ μέχρι το ‘I Can’t Give Everything Away’, η τάση του Bowie για πειραματισμό και η αγάπη του για την jazz μουσική είναι εμφανέστατη. Μουσικά, το άλμπουμ είναι μια μίξη jazz ενορχηστρώσεων καθώς και κλασικής ποπ ευαισθησίας, που τον χαρακτήριζε σ’όλη του τη καριέρα.
Κομμάτια όπως το ‘Tis A Pity She Was a Whore’, ‘Sue (Or In a Season of Crime)’ και ‘Girl Loves Me’ μας δίνουν την εικόνα ενός καλλιτέχνη που δεν φοβάται να δοκιμάσει καινούριες μεθόδους στο να δημιουργήσει φανταστικές ιστορίες γεμάτες δράμα και απομόνωση. Ηχητικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως το άλμπουμ είναι αρκετά σκοτεινό και τα σαξόφωνα βοηθάνε πολύ στο να περαστεί αυτή η ‘παράνοια’.
Το τρίτο κομμάτι του δίσκου, το ‘Lazarus’, είναι αναμφισβήτητα το αγαπημένο μου. Οι μελωδικές κιθάρες θυμίζουν Joy Division. Η μελωδία που παίζουν τα σαξόφωνα είναι εξαιρετική. Οι στίχοι σου δίνουν την αίσθηση ενός δραματικού τέλους με έναν μεγαλειώδη τρόπο:
Look up here, I’m in heaven. I’ve got scars that can’t be seen…
Εν κατακλείδι, το ‘Blackstar’ είναι μια μουσικά τολμηρή πάλη μεταξύ ζωής και θανάτου, ο εορτασμός μιας ύπαρξης αντιμέτωπης με το αναπόφευκτο. Είναι το κύκνειο άσμα από έναν άνθρωπο που μετέφρασε ακόμα και το τέλος του σε ένα αριστούργημα…
This way or no way. You know, I’ll be free. Just like that bluebird. Now ain’t that just like me. Oh, I’ll be free.
R.I.P. David Bowie.