Η ελληνική σκηνή τα τελευταία ιδίως χρόνια έχει να προσφέρει πολύ και εξαιρετικά ενδιαφέρον υλικό, σε μία τεράστια γκάμα μουσικών ιδιωμάτων και αυτό μόνο ελπίδα δημιουργεί για το μέλλον και τα όσα θα έχουμε τη χαρά να ακούσουμε και να απολαύσουμε. Το πιο πιθανό είναι ότι πρόκειται για μία πρακτικά παγιωμένη κατάσταση η οποία θα άξιζε περισσότερη προσοχή και συμπαράσταση, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Στην παρούσα δημοσίευση βρισκόμαστε για να «εξετάσουμε» τον δίσκο-ντεμπούτο των Holy Monitor, με τον οποίο προ ολίγων μηνών κατάφεραν να συγκεντρώσουν πάνω τους όχι μόνο τα βλέμματα αλλά και τις επιδοκιμασίες του κόσμου. Μπορεί να ‘χει περάσει αρκετός καιρός από τότε που κυκλοφόρησε (Φεβρουάριος 2017) και τότε να μην βρήκα τον απαιτούμενο χρόνο για να γράψω δυο λόγια, αλλά τώρα, με αφορμή το γεγονός ότι ανοίγουν την επικείμενη συναυλία των Black Angels στην Αθήνα, αυτή η δεύτερη ευκαιρία δεν θα πήγαινε για πέταμα.
Ο τίτλος του δίσκου είναι, όπως συνηθίζεται στα ντεμπούτα, ομώνυμος με την μπάντα, ενώ αποτελείται από 10 συνθέσεις, οι οποίες αφήνουν την αίσθηση μίας πολύ ομοιογενούς δουλειάς, με πολύ καλά ορισμένες μουσικές επιρροές, κατευθύνσεις και φιλοδοξίες. Η αλήθεια είναι ότι για μέγιστη απόλαυση, το μόνο που έχει κανείς να κάνει είναι να ακούσει το ‘Holy Monitor’ «μονοκοπανιά» για τους λόγους που εξήγησα παραπάνω. Μοιάζει πιο πολύ σαν μία συνεχόμενη σύνθεση από μία κατασταλαγμένη μπάντα, κομμένη στα κατάλληλα σημεία ώστε να δημιουργηθούν stand-alone τραγούδια, ενώ μου αφήνει την αίσθηση πως ακόμα και οι ίδιοι θα προτιμούσαν να παίξουν στις συναυλίες τους ολόκληρο τον δίσκο συνεχόμενα, παρά διάσπαρτα τραγούδια του.
Χωρίς να κάνουν «κοιλιές» ή να επαναλαμβάνουν βαρετά τον εαυτό τους, οι Holy Monitor ξεδιπλώνουν σιγά-σιγά και επιλεκτικά κάθε φορά τις αρετές τους, με συνθέσεις αν μη τι άλλο γκρουβάτες και σαφώς επηρεασμένες από το κύμα της νεοψυχεδέλειας που γνωρίζει έτσι κι αλλιώς μεγάλη άνθιση τα τελευταία χρόνια. Χωρίς να λείπει η έμπνευση από κανένα σημείο του δίσκου, οι Holy Monitor καταφέρνουν και ισορροπούν τις συνθέσεις τους, με το ενδιαφέρον να εναλλάσσεται ακούραστα ανάμεσα στις παραμορφωμένες κιθάρες, το καθοριστικής σημασίας μπάσο που δίνει τον ρυθμό και τα ’60s πλήκτρα που δίνουν το κάτι παραπάνω, σε έναν καλοδουλεμένο και προσεγμένο δίσκο, που ήρθε μετά από δύο EPs που είχαν κυκλοφορήσει στο παρελθόν.
Σε γενικές γραμμές, τα φωνητικά περνούν σε δεύτερη μοίρα, καθώς το κύριο βάρος πέφτει στις άλλοτε ταξιδιάρικες και άλλοτε χορευτικές μελωδίες στις οποίες επιδίδονται οι Holy Monitor, ενώ υπάρχει και ένα instrumental κομμάτι, το ‘Halcyon’, που ανοίγει ιδανικά τον δίσκο και δίνει εξ αρχής το στίγμα του τι πρόκειται να επακολουθήσει.
Αν χρειαζόταν να επιλέξω μερικά τραγούδια-highlights, αυτά δεν θα ήταν άλλα από τα ‘Αφροδίτη’, ‘Nemesis’ και το ‘Bed of the Earth’, ενώ αξίζει ιδιαίτερη μνεία και το σκοτεινό, χαοτικό ‘Icarus’, το οποίο σε παίρνει μαζί του και σε ταξιδεύει σε αρκετά περίεργα μουσικά μονοπάτια. Παρόλα αυτά ξαναλέω ότι ο δίσκος ακούγεται ιδανικά ολόκληρος, λόγω της ομοιογένειάς του και του τρόπου με τον οποίο έχουν επιλεγεί τα κομμάτια.
Το ‘Holy Monitor’ είναι αναμφίβολα μία απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες του 2017 μέχρι ώρας, ενώ είναι αλήθεια πως πιάνω τον εαυτό μου να το ακούει σε διάφορες στιγμές και για διαφορετικούς λόγους. Από τα downtempo και fuzz-αριστά σημεία του, μέχρι τα πιο εύθυμα και χορευτικά riff-άκια που έχει να επιδείξει, έχει πάντοτε κάτι ευχάριστο να προσφέρει, ενώ έχει δημιουργήσει και αυξημένες προσδοκίες για τον διάδοχό του.
Ολόκληρο το άλμπουμ: