Αφιέρωμα στο ‘Fear of The Dark’ των Iron Maiden
Μου έχουν πει ότι δεν υπάρχει απάντηση στην ερώτηση «ποιο είναι το αγαπημένο σου συγκρότημα». Αν ακούς πολλά, το καταλαβαίνεις γρήγορα.
Έχουν δίκιο αυτοί που το λένε, αλλά τελικά οι περισσότεροι από μας δεν μπορούν να αποφύγουν τη συναισθηματική έστω επιλογή. Η λίστα μεταβάλλεται, ποτέ δεν γίνεται να επιλεχθεί μόνο ένα, αλλά όλοι έχουμε προτιμήσεις.
Και παρά τα κατά καιρούς λοξοκοιτάγματα και τα σχόλια περί mainstream, metal λυκείου, κλισέ και όλα τα σχετικά των «ψαγμένων», όταν με ρωτάνε για αγαπημένα συγκροτήματα ο κατάλογος περιλαμβάνει πάντα, χωρίς εξαίρεση, Iron Maiden.
Ό,τι κοντινότερο μπορεί να έχω σε αγαπημένη μπάντα λοιπόν. Αλλά ακόμα και έτσι διαχωρισμοί γίνονται.
Κάποτε ήταν οι εφτά πρώτοι δίσκοι, με το ‘Somewhere In Time’ λίγο μασημένο. Μετά προστέθηκαν οι τρεις πρώτοι δίσκοι του νέου αιώνα. Ακούς, συνηθίζεις και εκτιμάς περισσότερο όσο περνάει ο χρόνος.
Υπάρχουν και αυτά που τελικά δεν σου κάνουν εντύπωση. Η Bayley περίοδος ανήκει εκεί, και ας μη φταίει τόσο ο ίδιος ο Blaze. Το ‘No Prayer for the Dying’ επίσης, μια κίνηση που δεν κατάφερες ποτέ να καταλάβεις. Προτιμήσεις, και οι δικές σου δεν είναι τέτοιες.
Και υπάρχει και αυτός ο δίσκος για τον οποίο δεν είσαι ποτέ σίγουρος. Που δεν θα μπει ποτέ στο προσωπικό σου best of, αλλά και που δεν μπορείς να απορρίψεις εντελώς.
Το ‘Fear of the Dark’ μάλλον τείνει προς αυτές τις ενδιάμεσες αντιμετωπίσεις.
Ολόκληρος ο δίσκος γενικά χαρακτηρίζεται από μια αστάθεια.
Με τις κατηγορίες περί στασιμότητας και οπισθοδρομισμού για το ‘No Prayer for the Dying’, το ‘Fear of the Dark’ έπρεπε να αποδείξει ότι η μπάντα ήταν ικανή να αντιμετωπίσει το μέλλον, το οποίο δεν προδιαγραφόταν ακριβώς ρόδινο. Metal σκηνή του ’90 και όλα τα σχετικά.
Πέντε χρόνια πριν, οι Iron Maiden φαίνονταν πρακτικά άτρωτοι, αλλά οι συνθήκες είχαν πια αλλάξει. Κρίθηκαν αυστηρότερα. Έχασαν το ένα μέρος του ήδη μυθικού κιθαριστικού τους διδύμου. Ο τραγουδιστής τους φαινόταν έτοιμος να τα παρατήσει.
Το ‘Fear of the Dark’ έπρεπε να έχει ποικιλία. Έπρεπε να έχει κάποια καινοτομία. Έπρεπε να δείξει ότι οι Iron Maiden δεν ήταν απλά ένδοξο παρελθόν.
Οπότε στην ίδια κυκλοφορία μπαίνει μια ελαφριά νότα thrash με το ‘Be Quick or Be Dead’, μια power μπαλάντα με το ‘Wasting Love‘, η ιστορία και η φαντασία υποχωρούν στο παρασκήνιο και στους στίχους μπαίνει η διαφθορά, ο Πόλεμος του Κόλπου, το AIDS και ο χουλιγκανισμός.
Ακούγεται και είναι Iron Maiden. Αλλά είναι επίσης από τις πολύ λίγες περιπτώσεις στην ιστορία αυτού του τεράστιου συγκροτήματος όπου ακόμα και ο Steve Harris δεν φαίνεται να ξέρει ακριβώς τι θέλει.
Το ‘Fear of the Dark’ ανοίγει καταιγιστικά με το ‘Be Quick or Be Dead’. Κλείνει δε με ένα από τα δέκα, αν όχι από τα πέντε, καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ οι Iron Maiden, τον ομώνυμο συναυλιακό θρύλο. Αλλά ενδιάμεσα ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο ενδιαφέρον και στο αδιάφορο, στο πιασάρικο και στο ατελείωτο.
Ο δίσκος προσπαθεί να χωρέσει όσο περισσότερα μπορεί, αλλά καταλήγει να είναι πολύ μεγάλος, και στη μία ώρα που διαρκεί δεν καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο ενδιαφέρον. Φαίνεται να χάνει ορμή όσο προχωρά.
Δεν είναι κακό άλμπουμ. Κάθε άλλο. Τραγούδια όπως το ‘From Here to Eternity’ και το ‘Fear is the Key’ θα τα ήθελε κάθε μπάντα. Ανοίγει πυροβολώντας κατά πάντων και κλείνει με τα βήματα ενός τιτάνα. Αλλά υπάρχουν στιγμές, λεπτά, ακόμα και ολόκληρα κομμάτια, που φαντάζουν αχρείαστα.
Το ‘Afraid to Shoot Strangers’, που σίγουρα είναι από τα καλύτερα κομμάτια του ‘Fear of the Dark’, φαίνεται να τραβά πολύ ανά σημεία.
Το ‘Wasting Love’ μπορεί να αποδεικνύει ότι ο Bruce Dickinson έχει μια από τις καλύτερες φωνές του χώρου (και του πλανήτη), αλλά αυτό ήταν ήδη γνωστό. Το ‘The Apparition’ κατοικεί σε μια γκρίζα και ξεχασμένη ζώνη. Το ‘Weekend Warrior’ ηχεί εντελώς παράταιρο.
Δεν υπάρχει συνοχή. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος στόχος.
Η περίεργη θέση που κατέχει το ‘Fear of the Dark’ στην Iron Maiden δισκογραφία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτήν την έλλειψη ξεκάθαρου στόχου, αυτήν την απουσία ευκρινούς ταυτότητας.
Ο προηγούμενος δίσκος σχεδόν σίγουρα ήταν λιγότερο ποιοτικός, αλλά το όραμά του ήταν πολύ πιο σαφές.
Ναι, το ‘Fear of the Dark’ έπρεπε να ανανεώσει τους Iron Maiden. Αλλά κανείς δεν κατάφερε να αποφασίσει πως ακριβώς θα το κάνει.
Έτσι, τότε και τώρα, το άλμπουμ καταλήγει να ορίζεται μέσω άλλων κυκλοφοριών. Είναι «βελτίωση συγκριτικά με το ‘No Prayer for the Dying’». Είναι «καλύτερο από αυτά που έβγαλαν με τον Blaze Bayley». Είναι «λιγότερο καλό από τα πρώτα». Δεν είναι ποτέ κάτι δικό του, εκτός ίσως από «ο δίσκος με το ‘Fear of the Dark’».
Μου αρέσει να ακούω το ‘Fear of the Dark’. Απολαμβάνω πολλά από τα τραγούδια του. Αλλά ποτέ δεν θα με ενθουσιάσει. Ποτέ δεν θα μου δημιουργήσει τα αισθήματα και τις αντιδράσεις που μου δημιουργούν οι περισσότεροι δίσκοι των Iron Maiden.
Για μια άλλη μπάντα, το ‘Fear of the Dark’ μπορεί να ήταν ένας ιδιαίτερος και υποσχόμενος πειραματισμός. Αλλά για μια μπάντα σαν τους Iron Maiden, τόσο το παρελθόν τους όσο και το μέλλον τους έδειξαν ότι, ακόμα και όταν πειραματίζονταν, ήταν ικανοί για πολύ περισσότερα.
Έτσι, το ‘Fear of the Dark’ μένει στη σκιά. Δεν μπορεί να κατηγορηθεί σφοδρά για κάτι. Αλλά ούτε και μπορεί να εξυμνηθεί.