Λέγεται ότι κανείς δεν είναι τέλειος, στη μουσική και αλλού. Υπάρχουν περιπτώσεις που και οι μεγάλοι παίρνουν λάθος αποφάσεις, που μπάντα και κοινό δεν συγκλίνουν, που υποψιάζεσαι ότι ακόμα και το συγκρότημα μάλλον δεν σκέφτηκε τις συνέπειες του βήματος που μόλις έκανε.
Το ‘No Prayer for the Dying’ είναι μια τέτοια περίπτωση για τους Iron Maiden, μια μπάντα που υπό τυπικές συνθήκες είναι αδιαμφισβήτητα εκ των κορυφαίων που έχει δει ποτέ ο σκληρός ήχος.
Η ασύγκριτη, ανυπέρβλητη αλληλουχία των εφτά πρώτων δίσκων είχε δημιουργήσει ένα παγκόσμιο φαινόμενο που σκαρφάλωσε στην κορυφή του metal σύμπαντος.
Από πρωτοπόροι αλήτες του NWOBHM οι Iron Maiden έφτασαν να γίνουν προοδευτικοί ιδεαλιστές στο ‘Seventh Son of a Seventh Son’, με τη δισκογραφία τους, τη μουσική ποιότητά τους, τις αλλεπάλληλες κυκλοφορίες, τις τεράστιες περιοδείες και την απόδοσή τους στο σανίδι να τους καθιστούν σημείο αναφοράς παγκοσμίως.
Και μετά από διάλειμμα ενός χρόνου κατόπιν της κυκλοφορίας του ‘Seventh Son of a Seventh Son’, για πολλούς τον κορυφαίο δίσκο της ιστορίας τους, οι Iron Maiden, βασιλείς με θρόνο και υπηκόους, συγκεντρώθηκαν ξανά για το ‘No Prayer for the Dying’, το επόμενο βήμα στη λαμπρή καριέρα τους.
Αλλά κάπου εκεί σκόνταψαν.
Με τους δύο προηγούμενους δίσκους να έχουν κινηθεί σε πιο πειραματικά μονοπάτια, ο Steve Harris σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή στιγμή για μια επιστροφή στις ρίζες του συγκροτήματος, μια πιο απλή, NWOBHM αισθητική χωρίς τις βλέψεις και τις φιλοδοξίες του πρόσφατου παρελθόντος.
Το ‘No Prayer for the Dying’, θεωρητικά τουλάχιστον, θα ήταν Iron Maiden πιο επιθετικοί, πιο άμεσοι, πιο παραδοσιακοί.
Στην πράξη, το πρώτο πράγμα που έκανε αυτή η προσέγγιση ήταν να στείλει τον Adrian Smith σπίτι του, με τον κιθαρίστα να βλέπει την πόρτα της εξόδου μετά το ‘Hooks in You’ λόγω διαφωνιών με τη νέα μουσική κατεύθυνση και προσωπικών του αμφιβολιών για το αν ήθελε ή όχι να συνεχίσει στην μπάντα.
Ο Janick Gers, που τον αντικατέστησε, ταίριαξε γρήγορα (εξάλλου παρέμεινε και μετά την επιστροφή του Smith) αλλά σε κάθε περίπτωση η διάσπαση του κιθαριστικού διδύμου που είχε τρελάνει την παγκόσμια κοινότητα του σκληρού ήχου την προηγούμενη δεκαετία δεν ήταν καλός οιωνός.
Το δεύτερο πράγμα που έκανε αυτή η προσέγγιση ήταν, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, να περιορίσει δημιουργικά την μπάντα.
Προσωπικά, αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω μόνο μία λέξη για να περιγράψω το ‘No Prayer for the Dying’ αυτή θα ήταν «ξερό».
Δεν είναι ότι ο δίσκος είναι κακός, αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι στους κορυφαίους των Iron Maiden.
Είναι περισσότερο ότι φαίνεται να λείπει κάτι σημαντικό, κάτι θεμελιώδες, που αφήνει το τελικό αποτέλεσμα να φαίνεται γυμνό και αδιάφορο σε πολλά σημεία.
Ξερά τα πιο επιθετικά φωνητικά του Bruce Dickinson, ξερά τα κιθαριστικά περάσματα σε πολλά τραγούδια, ξερή η πηγή έμπνευσης του Steve Harris, ξερή η πρωτότυπη ηχογράφηση… το ‘No Prayer for the Dying’, παρά την όρεξη με την οποία υποτίθεται ότι ξεκίνησε, καταλήγει να φαντάζει στείρο και διεκπεραιωτικό.
Καλές στιγμές υπάρχουν, αλλά και αυτές φαίνονται να υπολείπονται των πραγματικών δυνατοτήτων της μπάντας.
Το ‘Tailgunner’ είναι ένα πολύ ωραίο opener που κοιτάζει προς ‘Aces High’ μεριά, χωρίς όμως να το φτάνει, τα ‘Holy Smoke’ και ‘Run Silent Run Deep’ ηχούν ωραία αλλά δεν είναι αυτό που θα περιέγραφε κάποιος ως κλασικό.
Το ‘Hooks in You’ έχει την pop χροιά του αλλά δεν πείθει για την ειλικρίνειά του, το ‘Bring Your Daughter… to the Slaughter’, μια σύνθεση του Dickinson για το ‘Nightmare on Elm Street’ που επανηχογράφησαν οι Iron Maiden, μπορεί να έγινε το μοναδικό #1 single στα βρετανικά charts στην ιστορία της μπάντας αλλά από αισθητική μάλλον κιτς θα το έλεγε κανείς, το ‘Mother Russia’ πάει να γίνει πιο περίπλοκο αλλά διστάζει…
Τελικά, το ‘No Prayer for the Dying’ καταλήγει να είναι μια σωρεία χαμένων ευκαιριών που χάνουν ακόμα παραπάνω από τις χρονικές συγκυρίες.
Στο απόγειο της καριέρας τους, προερχόμενοι από το ‘Seventh Son of a Seventh Son‘, οι Iron Maiden προσπαθούν να ακουστούν όπως ακούγονταν στο ‘Iron Maiden’ ή στο ‘Killers’ και το καταφέρνουν μόνο εν μέρει, καταλήγοντας να δώσουν στον κόσμο κάτι που δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να ακούσει χωρίς καν το κατάλληλο περιτύλιγμα για να το κάνει πιο ελκυστικό.
Και το αναπάντητο ερώτημα είναι το γιατί.
Είχα γράψει κάποτε, σε ένα άλλο Iron Maiden αφιέρωμα, ότι ποτέ δεν κατάφερα να καταλάβω το ‘No Prayer for the Dying’.
Σύμφωνοι, στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα, και είναι σαφώς εύκολο για μένα ή για οποιονδήποτε δεν έχει σε ιδιαίτερη υπόληψη το δίσκο να κατακρίνει την επιλογή μουσικής κατεύθυνσης, αλλά το πρόβλημα δεν σταματά εκεί.
Δεν είναι μόνο ότι μια επιστροφή στα παλιά δεν χρειαζόταν για τους Iron Maiden, είναι ότι προερχόμενοι από μια σειρά ιστορικών δίσκων, έχοντας κάνει ένα διάλειμμα και (τουλάχιστον όπως υποστήριξαν τότε) όντας ορεξάτοι και έτοιμοι για τη συνέχεια, έβγαλαν κάτι που σε πολλά σημεία φαίνεται ημιτελές.
Χωρίς να είναι ο χειρότερος δίσκος τους (αν και μάλλον τότε ήταν) η πτώση του επιπέδου της μπάντας σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια είναι αισθητή.
Δεν είναι ότι άρχισαν σιγά σιγά να χάνουν το μέχρι τότε σταθερό πάτημά τους στην κορυφή, είναι ότι φάνηκαν να γλιστρούν απότομα.
Και όλα αυτά για κάτι που μάλλον δεν χρειαζόταν.
Το ‘No Prayer for the Dying’ ήταν σε μεγάλο βαθμό ένα βήμα στο πουθενά. Δεν πρόσθεσε κάτι στην μπάντα. Δεν τους πήγε πιο μακριά.
Δεν τους άφησε καν κάτι να έχουν παίζουν στις συναυλίες τους, όπως έκανε το ασταθές σε σημεία ‘Fear of the Dark’ (βλέπε ομώνυμο) ή ακόμα και οι δίσκοι τους με τον Blaze Bayley πίσω από το μικρόφωνο (βλέπε ‘Sign of the Cross’, ‘The Clansman’).
Ακόμα και το επιτυχημένο ‘Bring Your Daughter… to the Slaughter’ ελάχιστα παίχτηκε πριν τελικά εξαφανιστεί το 2003 (και έχοντας ήδη μια δεκαετία να παιχτεί πριν την τελευταία του εμφάνιση).
Το ότι υπήρξε προπομπός της πιο δύσκολης περιόδου του σχήματος, η αρχή μιας δεκαετίας που ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη και κατέληξε να βγει με το ζόρι, δεν βοήθησε.
Αν μη τι άλλο, συνέβαλε στο να το σπρώξει ακόμα πιο βαθιά στη λησμονιά, καθώς δεν αποτέλεσε καν αποτελεσματικό συναγερμό προς αποφυγή μελλοντικών κακοτοπιών.
Οι ίδιοι οι Iron Maiden το ξέχασαν. Ο κόσμος επίσης.
Σπάνια θα αναφερθεί κανείς στο ‘No Prayer for the Dying’ για να επαινέσει το ποιόν του, αλλά ούτε και θα βρεθεί στο στόχαστρο των πιο αυστηρών κριτικών με τον τρόπο που βρίσκονται τα ‘The X Factor’ και ‘Virtual XI’ ή δίσκοι του 21ου αιώνα.
Δεν είναι καν αμφιλεγόμενο με τον τρόπο που ήταν, και για πολλούς είναι ακόμα, το ‘Somewhere in Time’.
Ένας συνδυασμός κακών επιλογών, μέτριας απόδοσης και γενικής αδιαφορίας συνωμότησαν για να αφήσουν τον όγδοο δίσκο σε μια σκονισμένη γωνία της Iron Maiden ιστορίας. Δεν δικαίωσε το παρελθόν, ούτε έσωσε το μέλλον.
Το «πέρασε και δεν ακούμπησε» είναι ίσως υπερβολικό για κυκλοφορία τόσο μεγάλης μπάντας, αλλά δυστυχώς δεν αποτελεί εντελώς άστοχη δήλωση σε αυτήν την περίπτωση.
Το ‘No Prayer for the Dying’ δεν είναι ο καλύτερος δίσκος των Βρετανών. Δεν είναι ο χειρότερος. Απλά είναι. Και μερικές φορές, αυτό μπορεί να είναι πολύ πιο προβληματικό.