Στις 9 Μαρτίου 2018 κατέφθασε στα δισκοπωλεία ο νέος δίσκος των Judas Priest, ‘Firepower’, ο οποίος αποτελεί την 18η δισκογραφική τους δουλειά.
Ο Metal God και η θρυλική του παρέα (Glenn Tipton, Ian Hill, Scott Travis, Ritchie Faulkner), επιστρέφουν μετά την σχετικά μέτρια (ωστόσο καθόλου ευκαταφρόνητη) πρώτη κυκλοφορία τους χωρίς τον K. K. Downing, ‘Reedemer of Souls’, του 2014, με έναν δίσκο που περιγράφεται εξαιρετικά από τον τίτλο του.
Ένα μεγάλο κομμάτι του εντυπωσιακού αποτελέσματος οφείλεται στην παραγωγή του, την οποία έχουν επιμεληθεί δύο πολύ μεγάλα ονόματα και ειδικοί στην παραγωγή metal άλμπουμ.
Από την μία ο Tom Allom, παλιός γνώριμος των Judas Priest ο οποίος έχει επιμεληθεί κάποιες από τις σπουδαιότερες κυκλοφορίες τους όπως το ‘British Steel’, το ‘Screaming for Vegenace’ και το ‘Defenders of the Faith’ και από την άλλη ο Andy Sneap.
Ο Sneap, που πρόσφατα ανακοινώθηκε πως θα πάρει τη θέση του Gleen Tipton στις συναυλίες, έχει συνδέσει το όνομά του με συγκροτήματα όπως οι Testament, οι Arch Enemy, οι Accept κ.ά. και το αποτέλεσμα της δουλειάς του αφήνει τους ακροατές κάτι παραπάνω από ευχαριστημένους.
Μουσικά, στο ‘Firepower’, φαίνεται να κάνουν comeback παρά το γεγονός πως ποτέ δεν είχαν σταματήσει τις κυκλοφορίες.
Ο ήχος τους σε ταξιδεύει σε εποχές ‘Painkiller’, χωρίς αυτό να ακούγεται «ξεπερασμένο» ή «ανακυκλωμένο», αντίθετα είναι σαν να ακούμε μια μοντέρνα εκδοχή του τότε στυλ τους.
Το εναρκτήριο κομμάτι προδιαθέτει τον ακροατή για πολλές «τσιρίδες» από αυτές που χαρακτηρίζουν τον Rob Halford, ωστόσο όσο προχωράνε τα κομμάτια δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Τα φωνητικά παραμένουν σε χαμηλότερους τόνους, γεγονός που πιθανώς να οφείλεται σε δυσκολίες λόγω ηλικίας, ωστόσο ο Halford είναι σε εξαιρετική φόρμα.
Με την πρώτη ακρόαση, κομμάτια όπως το ‘Never The Heroes’, το ‘Children of the Sun’, το ομώνυμο του δίσκου και μερικά ακόμα σου εντυπώνονται και εύκολα θα πιάσεις τον εαυτό σου να τα σιγοτραγουδάει.
Το «catchiness» των τραγουδιών, χαρακτηριστικό των παλιών αγαπημένων Priest, είναι κάτι που σχεδόν προσυπογράφει την επιτυχία του δίσκου.
Ένα μεγάλο ρεκόρ και μια μεγάλη επιστροφή για τους Judas Priest χάρη στο ‘Firepower’
Κάποιες επίσης πολύ δυνατές στιγμές είναι το ‘Traitors Gate’ που προσθέτει μια ελαφρώς power (metal) δυναμική και το ‘Lone Wolf’ το οποίο έχει αρκετά στοιχεία της μοντέρνας metal σκηνής.
Ο δίσκος κλείνει πολύ μελωδικά με το ‘Sea of Red’, την μοναδική μπαλάντα του δίσκου, η οποία σίγουρα συγκαταλέγεται στα highlights του.
Σε γενικές γραμμές, είναι ένα δυναμικό άλμπουμ με πολλές μελωδικές εκρήξεις και κλασσικά metal riffs. Το αξιοθαύμαστο εδώ είναι πως παρότι τα κομμάτια δεν αποτελούν το ένα συνέχεια του αλλού, υπάρχει μια φυσική ροή που βοηθάει τον ακροατή να το ακούσει ευχάριστα.
Αυτό το πόνημα των Judas Priest, φαίνεται να αποτελεί έναν φόρο τιμής στην ’80s εποχή του συγκροτήματος, χωρίς να λείπουν οι μοντέρνες πινελιές.
Ο Ritchie Faulkner έχει εγκληματιστεί πλήρως ως κιθαρίστας των Priest και έχει ταιριάξει πολύ καλά σε μία θέση με πολύ υψηλά στάνταρ.
Παρά τα διθυραμβικά σχόλια που έχει λάβει ο δίσκος και παρά τις νύξεις για «επιστροφή στις ρίζες» θα ήταν υπερβολικό να τον συγκρίνουμε με άλμπουμ όπως το ‘Painkiller’, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί εύκολα να καταλάβει μία θέση ανάμεσα στις top 10 κυκλοφορίες τους.
Το μόνο σίγουρο είναι πως εν όψει της μεγάλης τους περιοδείας, ο δίσκος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζεστάνουν το κοινό τους και να αποδείξουν περίτρανα πως το «πατροπαράδοτο» heavy metal έχει να δώσει ακόμα πράγματα στη μουσική.