Malcolm Young 6/1/1953 – 18/11/2017
Για τους AC/DC τα λόγια και οι παρουσιάσεις είναι περιττά.
Η θρυλική μπάντα από την Αυστραλία είναι από τα πιο επιτυχημένα σχήματα της rock και της μουσικής γενικότερα. Οι πωλήσεις τους είναι τεράστιες, οι συναυλίες τους ιστορικές, ο ήχος τους από τους πλέον κλασικούς και αναγνωρίσιμους, και όχι μόνο από τους οπαδούς του είδους.
Πόσοι είναι αυτοί που θα αναγνωρίσουν αμέσως το ‘Highway to Hell’ ή το ‘Back in Black’, και ας μην έχουν ακούσει πάνω από δέκα rock τραγούδια στη ζωή τους;
Ο περίφημος αυτός ήχος έχει δεχτεί επανειλημμένα τα πυρά των κριτικών, με πολλούς να τον αποκαλούν μονότονο και επαναλαμβανόμενο. Και αν είναι αλήθεια ότι μερικοί δίσκοι του συγκροτήματος ήταν μάλλον αχρείαστοι (πείτε με παλιομοδίτη, αλλά μετά το ‘For Those About to Rock’ δεν νομίζω ότι οι περισσότερες κυκλοφορίες προσέθεσαν κάτι, εξαιρουμένου του ‘The Razors Edge’ και ίσως του ‘Black Ice’), είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς το πόσο κολλητικός, ανεβαστικός και εν τέλει rock είναι ο χαρακτήρας του ήχου των AC/DC.
Είναι πολλά αυτά που προσδίδουν στη μουσική του συγκροτήματος αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Φυσικά υπάρχει η φωνή, κάποτε του Bon Scott και, για περισσότερο από τρεισήμισι δεκαετίες, του Brian Johnson, βρόμικη και προκλητική, τραγουδώντας ακατάπαυστα για σεξ και καταχρήσεις. Εικονική στο βαθμό που ο χαμός του πρώτου παραλίγο να οδηγήσει στη διάλυση της μπάντας, που θα είχε συμβεί αν δεν είχε βρεθεί ο δεύτερος.
Προφανώς υπάρχει η ηγετική κιθάρα του Angus Young, απολαυστική μετά από χίλιες ακροάσεις, και συνοδευόμενη από τις φιγούρες, την ιδιαίτερη ενδυμασία και την χαρισματική προσωπικότητα του κιθαρίστα.
Αλλά η πραγματική δύναμη πίσω από τους AC/DC ήταν ο μεγάλος αδερφός. Ο σαφώς πιο αφανής, αλλά αφάνταστα καθοριστικός Malcolm Young.
Η σκηνή, το πρόσωπο, το εξωτερικό ανήκε στον Angus και τον Johnson. Αλλά το μυαλό, η λειτουργία, η εξέλιξη ανήκε στο Malcolm.
Ανάμεσα στους αμέτρητους και ικανότατους ρυθμικούς κιθαρίστες που έχει να αναδείξει η rock μουσική είναι δύσκολο να βρει κανείς κάποιον εφάμιλλο του Malcolm Young.
Με το ιδιαίτερο, προσωπικό του παίξιμο, έβγαλε τα χαρακτηριστικά AC/DC riffs και καθοδήγησε τη μουσική τους. Οραματίστηκε και σχημάτισε τον ήχο της μπάντας, τον διατήρησε πάντα στο προσκήνιο, φρόντισε ώστε να γίνει οικείος στον καθένα. Μαζί με τον αδερφό του δημιούργησαν ένα παγκόσμιο φαινόμενο βασισμένο στην απλότητα και την αμεσότητα.
Εκεί που οι πολυάριθμοι επικριτές τους βλέπουν έλλειψη έμπνευσης και τεχνικής, ο Malcolm Young έβλεπε μια εύκολα αντιληπτή αρμονία, ένα σύνολο το οποίο θα ήταν ικανός να το χαρεί ο καθένας. Και με τα μαγικά του δάχτυλα έκανε αυτό το όραμα πραγματικότητα, επιδεικνύοντας επί δεκαετίες το ταλέντο του, σεβαστός παγκοσμίως για τις ικανότητες του ως ένας από τους κορυφαίους του είδους του.
Ήταν η ψυχή των AC/DC, αυτός που πάντα κατάφερνε να κάνει την μπάντα να ακούγεται φρέσκια ακόμα και στα πιο στείρα χρόνια της. Δεν είχε το μαγνητισμό του αδερφού του, αλλά ήξερε να κερδίζει τον κόσμο αλλιώς.
Ήξερε πως να κάνει τους ακροατές να «κολλάνε», ήξερε πως να μη χάνει ποτέ δευτερόλεπτο, ήξερε πως να ενεργοποιήσει τα υπόλοιπα μέρη του θηρίου AC/DC.
Η απόσυρσή του λόγω προβλημάτων υγείας το 2014 ήταν αυτό που ουσιαστικά έβαλε τέλος στους AC/DC που ξέραμε. Η επίδραση που είχε στην υπόλοιπη μπάντα και το μερίδιό του στη συνολική εικόνα και μουσική τους φάνηκε περισσότερο από ποτέ με την έξοδό του.
Ο θάνατός του από την άνοια, στις 18 Νοεμβρίου 2017, έκλεισε και επίσημα μια εποχή. Ο rock χώρος έχασε ένα από τα σημαντικότερα μέλη του, και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα όλων των εποχών έγινε οριστικά παρελθόν.
Οι AC/DC υπάρχουν ακόμα. Αλλά δεν είναι ίδιοι.
Χωρίς Malcolm Young τίποτα δεν είναι ίδιο.