Ο Winston Churchill είχε κάποτε δηλώσει για τη Ρωσία ότι αποτελεί «έναν γρίφο τυλιγμένο σε ένα μυστήριο μέσα σε ένα αίνιγμα».
Ίσως η μοναδική ευκαιρία που θα έχει ο εκάστοτε μουσικόφιλος να ταυτίσει τη συγκεκριμένη χώρα με έναν πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερο τραγουδιστή. Ηθοποιό. Οινοποιό. Παραλίγο σχεδιαστή εσωτερικού χώρου. Εν συντομία, καλλιτέχνη. Γιατί είναι ακριβώς ο χαρακτηρισμός που του ταιριάζει.
Υπήρξαν πολλές επιλογές και εγώ πάντα διάλεγα «καλλιτέχνης». Ούτε γιατρός, ούτε δικηγόρος, ούτε πυροσβέστης, οτιδήποτε. Πάντα η επιλογή ήταν «καλλιτέχνης».
Είτε είσαι fan των Tool, A Perfect Circle ή Puscifer, ή πολύ πιθανόν και των τριών σχημάτων ταυτόχρονα, θα έχεις σίγουρα μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σου για τον Maynard James Keenan, τραγουδιστή/στιχουργό, βασικό καλλιτεχνικό πυλώνα των παραπάνω σχημάτων και μία εκ των χαρακτηριστικότερων φωνών της γενιάς του, με την μελιστάλαχτη φωνή του να αποτελεί τον πλέον κατάλληλο αρωγό της αινιγματικότητας που τον περιβάλλει.
Μια από τις πλέον πολυσχιδείς όσο και δυσανάγνωστες προσωπικότητες της τελευταίας 25ετίας στον γενικότερο χώρο του εναλλακτικού ήχου, έχει καταφέρει να αποτυπώσει ψήγματα της προσωπικότητάς του σε οτιδήποτε έχει φέρει (έστω και εν μέρει) την υπογραφή του, είτε λέγεται μουσική είτε όχι, αποτελώντας μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση καλλιτέχνη που απολαμβάνει σχεδόν καθολική αποδοχή, με τον αριθμό των εκάστοτε haters να βρίσκεται σε εκπληκτικά χαμηλό επίπεδο.
Άθλος ακατόρθωτος για κάποιον που έχει κατά καιρούς εσκεμμένα προσπαθήσει να τον αυξήσει.
Μοναχοπαίδι οικογένειας ευσεβών χριστιανών, ο γεννημένος ως James Herbert Keenan ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο που ουδέποτε κατανόησε στις 17 Απριλίου του 1964.
Βίωσε ήδη από τα 4 έτη ζωής το διαζύγιο των γονιών του ενώ, 8 χρόνια μετά, η μητέρα του, Judith Marie (για την οποία έχουν γραφτεί, μεταξύ άλλων, το ‘Judith’ των APC και το διμερές ‘Wings For Marie’ των Tool), περνάει σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο που θα καθηλώσει την ίδια παράλυτη σε αναπηρικό καροτσάκι και το υποσυνείδητο του μικρού James πάνω στην τραγική φιγούρα της, μέχρι τον θάνατό της το 2003, 27 χρόνια μετά, περίπου δηλαδή 10.000 ημέρες (4ο άλμπουμ των Tool anyone?).
Επιπροσθέτως, είχε να αντιμετωπίσει στενόμυαλο οικογενειακό κλίμα και σατανικό πατριό που καταπίεζε την οποιαδήποτε απόπειρά του να εκφραστεί καλλιτεχνικά.
Χρόνια αργότερα, και αφού εμπνέεται από την ταινία ‘Stripes’ (1981) με πρωταγωνιστή τον Bill Murray, αποφασίζει να ενταχθεί στο ενεργητικό του Αμερικανικού Στρατού, με απώτερο σκοπό να συλλέξει κάποια χρήματα για σχολή Καλών Τεχνών.
Εκείνη την περίοδο προσέθεσε και στο όνομά του το προσωνύμιο «Maynard», βασισμένο σε έναν φανταστικό φίλο που είχε δημιουργήσει στα γυμνασιακά του χρόνια. Χρόνια μετά, αποφοιτά και μετακομίζει στο Los Angeles όπου, μετά από σερί ανεπιτυχών εργασιών (που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων σχεδιασμό εσωτερικού χώρου για pet shops και κινηματογραφική σκηνογραφία) και μικρές θητείες σε βραχύβιες μπάντες (έπαιζε μπάσο στους TexA.N.S. και τραγουδούσε στους Children of the Anachronistic Dynasty), τυχαίνει να συναντήσει τον Adam Jones, τον τότε μελλοντικό κιθαρίστα/visual artist των Tool, ο οποίος είχε ήδη ακούσει τη φωνή του σε ένα demo.
Αν πάρεις τον εαυτό σου υπερβολικά στα σοβαρά, η τέχνη σου θα υποφέρει.
Danny Carey και Paul D’Amour, στα ντραμς και στο μπάσο αντίστοιχα, προστέθηκαν στο line-up και η μουσική οντότητα που ονομάζεται Tool ήταν εν έτει 1990 πανέτοιμη να ξεκινήσει κατά μέτωπο επίθεση στο ροκ/μέταλ κατεστημένο, ανατρέποντας ευφυώς πλην περιπαιχτικά τις γενικότερες νόρμες της συγκεκριμένης μουσικής σκηνής, από το οπτικό promotional υλικό μέχρι τα lives και την ίδια την έννοια του frontman.
Βλέπετε, μπορεί ο Maynard να θεωρείται τραγουδιστής/στιχουργός των Tool (κατ’ επέκταση και όποιας μπάντας του έχει αναθέσει ηγετικό ρόλο), έχει αρνηθεί να αδράξει την αυτομάτως εννοούμενη και συμβατή ιδιότητα του «frontman», καθώς στα live επιλέγει να ερμηνεύει σε υπερυψωμένη ράμπα πίσω από τον ντράμερ, χωρίς προβολέα, «αισθανόμενος πιο άνετα στις σκιές κοιτώντας το backdrop ώστε να αποδίδει τα συναισθήματά του ευκολότερα».
Εισάγει στίχο κρυπτικό, ένα λυρικό αμάλγαμα ειρωνείας και μυστικισμού, με θεματολογία που αντλεί από Jung-ιανή ψυχολογία και προ-μεσαιωνική αριθμολογία μέχρι συνταγές για κουλουράκια (!) τον οποίο πεισματικά αρνείται να εξηγήσει.
Χρησιμοποιεί αλλόκοτα hairstyles και περούκες, μάσκες, σουτιέν (!), κολάν αλλά και body paint. Ντύνεται televangelist και προκαλεί το κοινό.
Παραδίδει μαθήματα εφαρμοσμένου τρολαρίσματος στην επιστήμη του marketing σκαρώνοντας ευφάνταστα περιστατικά, «όλως τυχαίως» πριν την κυκλοφορία κάποιου άλμπουμ (όπως το 2005, ένα χρόνο πριν το ‘10.000 Days’, οπότε η μπάντα έβγαλε ανακοίνωση ότι «Ο Maynard βρήκε τον Ιησού και εγκαταλείπει την ηχογράφηση»).
Θέτει τα θεμέλια για το πώς θα αντιμετωπίζει πλέον, από οποιεσδήποτε επάλξεις βρίσκεται, την εχθρική σε αυτόν έννοια συμβατικότητας, επιστρατεύοντας την κατά μέτωπο χλεύη υπό το πρίσμα της ιδιοφυούς του στιχουργικής ικανότητας.
Οι άνθρωποι έχουν την υποχρέωση να ακολουθούν την καρδιά τους. Εάν η καρδιά τους τους οδηγήσει στα Wal-Mart, ας είναι.
Η οποία, μαζί με όλο το πακέτο που μπορεί να προσφέρει η προσωπικότητα του MJK, είναι διάχυτη και στα άλλα δύο σχήματα των οποίων αποτελεί κατευθυντήρια δύναμη.
Αφενός έχουμε τους A Perfect Circle, καλλιτεχνική σύμπραξη λογικής supergroup του ίδιου με τον πρώην guitar tech των Tool, Billy Howerdel, ο οποίος αναλαμβάνει να ντύσει μουσικά τον ομολογουμένως πιο εσωστρεφή και οργισμένο εν σχέσει με τους Tool στίχο του.
Μουσική ηπιότερη σε σχέση με τον κατά στιγμές ιδιαίτερα σκληρό alternative/progressive metal ήχο του βασικού του καλλιτεχνικού οχήματος, έχει καταφέρει να ανοίξει ένα ολοκαίνουριο fanbase για τον ίδιο αλλά και να του δώσει την ευκαιρία να μοιραστεί το καλλιτεχνικό του όραμα με βασικά στελέχη των Nine Inch Nails, Marilyn Manson, Smashing Pumpkins και Queens of the Stone Age, μεταξύ άλλων.
Αφετέρου υπάρχουν οι Puscifer, το κατά δική του ομολογία «καλλιτεχνικό του υποσυνείδητο», μακράν ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στον πυρήνα της γνήσιας Maynard-ικής ιδιοσυγκρασίας, ίσως επίσης και ό,τι πιο αντιεμπορικό τον έχει απασχολήσει.
Το επίσημο side project (Tool και APC πλέον θεωρούνται «ίδιας βαρύτητας» από πολλούς) όσο και pet project του ίδιου, χαρακτηρίζεται από συνεχώς εναλλασσόμενα μέλη, άπειρα remix και όλο το καυστικό χιούμορ και την κυνικότητα που έχει να προσφέρει ο ίδιος, όντας το project στο οποίο διατηρεί το 100% του καλλιτεχνικού ελέγχου.
Δεν μπορώ να είμαι θρύλος. Δεν είμαι νεκρός ακόμα.
Αποδεδειγμένα ανοιχτός στην εκάστοτε υποσχόμενη σύντηξη του καλλιτεχνικού του εγώ μαζί με κάποιο άλλο, έχει να παρουσιάσει αρκετές, άκρως ενδιαφέρουσες συνεργασίες πέραν της προσωπικής του δισκογραφίας.
Μεταξύ άλλων, έχει συμμετάσχει στον δίσκο ‘White Pony’ των Deftones, σε αλησμόνητο ντουέτο με τον Chino Moreno με τίτλο ‘Passenger’ ενώ, πριν καν βγάλει τον πρώτο του δίσκο με Tool, στο ‘Know Your Enemy’ των Rage Against The Machine, σιγοντάροντας το εκρηκτικό ραπ του Zach De La Rocha.
Έχει επίσης προσφέρει δεύτερα φωνητικά στο ‘Fallen’ των Thirty Seconds To Mars από τον ομώνυμο πρώτο δίσκο, έχει καλέσει τη Milla Jovovich να συμμετάσχει στο ‘The Mission’ των Puscifer, ενώ μας έχει χαρίσει, από κοινού με την Tori Amos, ένα πολύ όμορφο live ντουέτο στο κομμάτι ‘Muhammad My Friend’.
Εξαιρετικό όσο και αλησμόνητο το remix του Danny Lohner για το ‘Bring Me The Disco King’ του David Bowie που χρησιμοποιήθηκε για την ταινία ‘Underworld’, με τη συνδρομή του John Frusciante.
Και φυσικά, δεν γίνεται να παραλειφθεί αναφορά στη συνεργασία του με τους Alice in Chains για φιλανθρωπικό σκοπό στο Seattle τον Φεβρουάριο του 2005, όπου ερμήνευσε στη θέση του αδικοχαμένου frontman και φίλου του Layne Staley (σε έναν άκρως ενδιαφέρων συνειρμό, ένας reviewer είχε κάποτε πει ότι η φωνή του Maynard θα ήταν η φυσική συνέχεια του Staley για τους AIC), ερμηνεύοντας τα ‘Man In The Box’, ‘Rooster’ και ‘Them Bones’.
Πέραν της μουσικής, ο MJK έχει να επιδείξει μερικές αρκετά ενδιαφέρουσες οπτικοακουστικές εξορμήσεις στον χώρο του κινηματογράφου και της τηλεόρασης.
Το 2002 υποδύθηκε τον Διάβολο στο μικρού μήκους ‘Bikini Bandits’, ενώ έκανε και μια εμφάνιση-έκπληξη, όταν, τελείως αγνώριστος, πέφτει πάνω στον Jason Statham στο ‘Crank: High Voltage’ (2009). Αξιοσημείωτη είναι η σχέση που έχει αναπτύξει με τον πολύ σημαντικό σκηνοθέτη David Fincher, ο οποίος σκηνοθέτησε το music video των APC, ‘Judith’.
Ο ίδιος μάλιστα του είχε προσφέρει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ‘Panic Room’ (2002), τον απέρριψε όμως λόγω του εκτενούς touring που απαιτούσε το ‘Lateralus’ (2001) των Tool. Κυκλοφορώντας και σε τηλεοπτικά λημέρια, συμμετείχε ως ο frontman της τότε fictional μπάντας Puscifer (η έννοια της αυτοαναφορικότητας επαναπροσδιορίζεται…) στην κωμική σειρά ‘Mr. Show’ του Bob Odenkirk (ο Saul από το ‘Breaking Bad’).
Η πολυπραγμοσύνη του επεκτείνεται και σε μη-καλλιτεχνικούς τομείς, με πρώτη και κύρια «εξωσχολική» ασχολία και αγάπη να αποτελεί το… κρασί.
Όντας και οινοποιός, είναι ιδιοκτήτης των Merkin Vineyards και Caduceus Cellars στα οποία έχει αφιερώσει τελευταία αρκετό από τον χρόνο του (εξ ου και η βασανιστική έλλειψη βιασύνης για καινούριο δίσκο των Tool), σε σημείο μάλιστα να δίνει περισσότερες συνεντεύξεις για το κρασί του παρά για οτιδήποτε μουσικό.
Επιπλέον, συμμετέχει στο Cobras & Matadors, εστιατόριο στο Λος Άντζελες, ενώ είναι ιδιοκτήτης καταστήματος βιολογικών προϊόντων στον τόπο διαμονής του, την Αριζόνα.
Πολλοί fans των Tool, για κάποιον λόγο, αδιαφορούν για το χιούμορ.
Το ιδιαίτερο attitude που προωθεί καθώς και η ακραία, πολύ συχνά οριακή, αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, τον έχει φέρει ελάχιστες φορές άνευ ύπαρξης καλλιτεχνικών ζητημάτων στα φώτα της δημοσιότητας.
Πέραν των πολυάριθμων on-stage θεατρινισμών, ιδιότροπων μεθόδων προώθησης δίσκων ή έξυπνων, καυστικών λογοπαιγνίων ανάμεσα στους στίχους κάποιου κομματιού, έχει αρπάξει την ευκαιρία ουκ ολίγες φορές να διοχετεύσει την ιδιορρυθμία του σε περιστατικά που μερικοί μάλλον δεν τα εκτίμησαν ιδιαίτερα.
Όπως στα μέσα των ’90s, όταν, με αφορμή κάποια φιλανθρωπικά show στα οποία είχαν ζητηθεί οι Tool, κυκλοφόρησε μπλουζάκια τα οποία έγραφαν «Free Frances Bean», δηλαδή πρακτικά ζητούσε να «σωθεί» η Frances Bean Cobain από τη μητέρα της, Courtney Love! Με τη σειρά της, η ίδια αποκάλεσε τον Maynard «media whore», ο ίδιος το θεώρησε κομπλιμέντο και τα μπλουζάκια έγιναν ανάρπαστα.
Αρκετά πιο πρόσφατα, το 2015, προκάλεσε έναν μίνι πανικό ανάμεσα στις τάξεις των οπαδών των Tool, καθώς τους αποκάλεσε «ανυπόφορους». Μετά από ποικίλες αντιδράσεις, κατάφερε να μαζέψει τα λεγόμενά του, υποστηρίζοντας ότι τον εκνευρίζουν οι φανατικοί και όχι οι απλοί fans, υπογραμμίζοντας ότι παίρνουν τη μουσική υπερβολικά στα σοβαρά, χωρίς να καταλαβαίνουν την ύπαρξη χιούμορ και γενικότερης tongue-in-cheek διάθεσης.
Για το τέλος αφήσαμε ένα ιδιότυπο Top-10 που θα σας βοηθήσει να μπείτε πιο βαθιά στην ψυχοσύνθεσή του. Καλή διαδρομή!
Οι 10 πιο ‘MAYNARD’ στιγμές του Maynard
1. Πριν καν κυκλοφορήσει ο πρώτος δίσκος των Tool, έδειχνε από νωρίς τις διαθέσεις του.
Maybe it’s just bullshit/Αnd I should play God/
Αnd shoot you myself
2. Ένα μήνυμα/απειλή θανάτου που, σύμφωνα με φήμες, βρέθηκε στον τηλεφωνητή ενός φίλου του. Το έντυσε με μια πανέμορφο, μελαγχολικό piano loop. Τόσο απλά.
3. Ναι, έχει και sequel.
4. Σκεπτόμενος, μελαγχολικός όσο και αποστασιοποιημένος στίχος πάνω στην κοινωνική αταξία, κατά τον γράφοντα ίσως η πιο δυνατή στιχουργική του προσπάθεια.
5. Όταν η πολυετής σου ασχολία με το Brazilian Jiu-Jitsu αποδίδει ενώπιον υπερβολικά ενθουσιώδη θαυμαστή.
6. Country διασκευή punk κομματιού από την πρώην μπάντα των Adam Jones και Tom Morello (Rage Against The Machine, Audioslave), Electric Sheep. Ακούστε το για να το πιστέψετε.
7. Άλλη μια διασκευή για τον Maynard, από τις λίγες που, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντα, εκμηδενίζουν το πρωτότυπο (εν προκειμένω από Failure).
8. Ο τίτλος τα λέει όλα.
9. Χαοτικά, απειλητικά industrial soundscapes και εξπρεσιονιστική χρήση της γερμανικής γλώσσας σε… συνταγή για κουλουράκια.
10. Και μια πιο ευαίσθητη πλευρά του.