Αφιέρωμα στον Nick Cave
Ο Nick Cave Γεννήθηκε στη Victoria της Αυστραλίας στις 22 Σεπτεμβρίου του 1957.
Πέρασε από τα υπόγεια της Μελβούρνης, τις underground γειτονιές του Λονδίνου και τους δρόμους του διχασμένου Βερολίνου της δεκαετίας του ’80.
Έγινε έμβλημα μίας ολόκληρης γενιάς μουσικών, άφησε το στίγμα του στην παγκόσμια post-punk σκηνή, ενώ η πολυετής καριέρα του περιέχει από punk μέχρι κινηματογραφική μουσική και δεκάδες δίσκους.
Είναι ο καλλιτέχνης που κατάφερε εξερευνήσει με τη φαντασία του κάθε σκοτεινή γωνιά του ανθρώπινου μυαλού και με τη μπάσα φωνή του να συνοδεύσει τα σκοτάδια των στίχων του…
Βιβλικές παραπομπές, θάνατος, πάθος και έρωτας. Με λίγα λόγια…
Nick Cave & the Bad Seeds – ‘The Mercy Seat’
(‘Tender Prey’ – 1988)
Η συνεχής εναλλαγή των μελών των Bad Seeds ήταν το μυστικό πίσω από τον πολυδιάστατο χαρακτήρα, με τον οποίο τα μέλη υλοποιούσαν τις ιδέες του Nick Cave. Στον πέμπτο σταθμό της δισκογραφίας τους, ‘Tender Prey’ (1988), στους Bad Seeds έχουν ενταχθεί οι Kid Congo Powers (The Cramps, The Gun Club) και ο πολυοργανίστας Roland Wolf, οδηγώντας το συγκρότημα σε νέες μουσικές περιοχές.
Ο δίσκος ανοίγει με το εμβληματικό ‘The Mercy Seat’, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και trademark τραγούδια του Nick Cave, με τη διττή σημασία του τίτλου να παραπέμπει στον θρόνο του Θεού αλλά και στην ηλεκτρική καρέκλα του βαρυποινίτη.
Μία παρανοϊκή ατμόσφαιρα, φρενήρης ρυθμός και την πιανιστική μελωδία του Mick Harvey να… έρπει καθ’όλη τη διάρκεια του τραγουδιού.
Ο Nick Cave τραγουδά καθισμένος στην ηλεκτρική καρέκλα, μονολογώντας ασυναρτησίες («The face of Jesus in my soup»), μνημονεύοντας τα γραπτά της Παλαιάς Διαθήκης («An eye for an eye / A tooth for a tooth») λίγο πριν το τέλος. («And the mercy seat is glowing / And I think my head is smoking»).
Μετά από το ‘The Mercy Seat’ ο Nick Cave έπαψε να είναι απλά ένας ταλαντούχος στιχουργός και εκφραστικός ερμηνευτής και έγινε… ο Nick Cave.
Nick Cave & the Bad Seeds – ‘The Ship Song’
(‘The Good Son’ – 1990)
Μετά τα σκοτεινά ‘Your Funeral… My Trial’ (1986) και ‘Tender Prey’ (1988), o Nick Cave επέστρεψε με έναν εμφανώς ελαφρύτερο ήχο και πιο αισιόδοξο τόνο στη δισκογραφία με το ‘The Good Son’.
Ο δίσκος αντανακλά την… υγιή ψυχοσύνθεση του Cave, ο οποίος είχε μόλις απεξαρτηθεί, ήταν τυφλά ερωτευμένος με τη Βραζιλιάνα δημοσιογράφο Viviane Carneiro και είχε ανανεωθεί από τη διαμονή του στη Βραζιλία και την επαφή του με την τοπική μουσική σκηνή.
Ορισμένα από τα τραγούδια του δίσκου κυκλοφόρησαν με τον αρχικό τους τίτλο, όπως ακριβώς τα είχε σημειώσει ο Cave στο τετράδιό του (‘The Ship Song’, ‘The Weeping Song’, ‘The Hammer Song’, ‘The Witness Song’), με το ‘The Ship Song’ να αποτελεί μία από τις πιο «από καρδιάς» ερμηνείες του Αυστραλού, με την εναρμόνηση του πιάνου και της μπάσας φωνής του να εντυπωσιάζουν και τους στίχους να είναι τρομακτικά ειλικρινείς.
Μέσα στην παράκρουση του έρωτα και την έκρηξη ρομαντισμού, ο Cave έχει πλήρη συναίσθηση πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και το αντιμετωπίζει με τον καλλιτεχνικό κυνισμό που τον διακρίνει…
Your face has fallen sad now
For you know the time is night
When I must remove your wings
And you, you must try to fly.
Nick Cave &the Bad Seeds – ‘Loom of the Land’
(‘Henry’s Dream’ – 1992)
Το ‘Henry’s Dream’ (1992) είναι ίσως η πιο αδικημένη κυκλοφορία της καριέρας των Bad Seeds, μιας και η παραγωγή του David Briggs απέτυχε να υλοποιήσει επαρκώς το καλλιτεχνικό όραμα του Nick Cave, αδικώντας ορισμένα τραγούδια και αναγκάζοντας τον Cave να κάνει μίξη εκ νέου αργότερα.
Με τα νέα μέλη, Martyn P. Casey (μπάσο) και Conway Savage (πιάνο), να αφήνουν το στίγμα τους εκτελεστικά και τον Nick Cave στο απόγειο της ερμηνευτικής εκφραστικότητάς του, ο δίσκος περιέχει μερικές από τις καλύτερες μουσικές του ιδέες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ‘When I First Came to Town’, βασισμένο στο ‘Katy Cruel’ της Karen Dalton, η πασίγνωστη πλέον country μπαλάντα ‘Straight To You’, όμως το πραγματικό διαμάντι του δίσκου βρίσκεται λίγο πριν το τέλος του.
Το ‘Loom of The Land’ είναι μία από τις πιο εμβληματικές μελοποιημένες αφηγήσεις του Nick Cave, η οποία περικλείει αρκετό σκοτάδι στην ατμόσφαιρά της, καθώς και ένα από τα καλύτερα ρεφρέν της δισκογραφίας των Bad Seeds.
Nick Cave & the Bad Seeds – ‘Lover Man’
(‘Let Love In’ – 1994)
Δύο χρόνια μετά το ‘Henry’s Dream’ και με την ίδια ακριβώς σύνθεση, οι Bad Seeds επιστρέφουν με ένα από τα καλύτερα δείγματα γραφής τους, το ‘Let Love In’ (1994).
Με καλύτερη παραγωγή αυτή τη φορά (από τον Tony Cohen), πιο προσεγμένες συνθέσεις και μεγαλύτερη συνοχή ανάμεσα στα τραγούδια, ο δίσκος περιέχει μερικά από τα πιο κλασικά κομμάτια του Nick Cave.
Το ‘Nobody’s Baby Now’ με την τραγική του ιστορία και το ‘I Let Love In’ με το εθιστικό του ρεφρέν θα μπορούσαν κάλλιστα να μπουν στη λίστα, όμως το ‘Loverman’ είναι το πιο… ενοχλητικό.
Σε αντίθεση με άλλες περιόδους της ζωής του, ο Cave αντιμετωπίζει τον έρωτα όχι ως θείο δώρο, αλλά ως δαίμονα και τραγουδά αναλόγως.
Οι κραυγές του ακούγονται άλλοτε δαιμονισμένες και άλλοτε παραληρηματικές, συνοδευόμενες από τη γλυκιά πιανιστική μελωδία του τραγουδιού, ενώ ο τρόπος που η φωνή και το ύφος του αλλάζει ανά διαστήματα (όπως στην αναφώνηση του «R is for rape me, M is for murder me») είναι… ενοχλητικός όπως θα έπρεπε.
Το 1998, οι Metallica επέλεξαν να το διασκευάσουν στο cover-album τους, ‘Garage Inc.’, όμως τραγούδια σαν κι αυτό απογειώνονται μόνο χάρη στις μοναδικές, εφιαλτικές ερμηνείες του Αυστραλού.
Nick Cave & the Bad Seeds – ‘Stagger Lee’
(‘Murder Ballads’ – 1996)
Το ‘Murder Ballads’ του 1996 αποτελεί πλέον συνώνυμο του Nick Cave, μιας και, παρόλο που ο δίσκος δεν περιέχει τα καλύτερα δείγματα γραφής του, ο Αυστραλός φαίνεται πως βρίσκεται «στο στοιχείο του».
Ο δίσκος πραγματεύεται εγκλήματα πάθους και μέσα του μπορεί να βρει κανείς τραγούδια της Αμερικανικής μουσικής παράδοσης (‘Henry Lee’, ‘Stagger Lee’), μία διασκευή του ‘Death Is Not the End’ του Bob Dylan, συνεργασίες με την PJ Harvey, την Kylie Minogue και τον Shane MacGowan, αλλά και έναν Nick Cave να υποδύεται τον εκάστοτε δολοφόνο με τεράστια άνεση.
Ενώ το ‘Henry Lee’ με την PJ Harvey τράβηξε τα βλέμματα για τη χημεία των δύο καλλιτεχνών και το ‘Where The Wild Roses Grow’ με την Kylie Minogue έφερε το πρόσωπο του Cave σε κάθε mainstream μέσο της εποχής, το τραγούδι που ξεχωρίζει είναι η Nick Cave εκδοχή του αμερικανικού folk τραγουδιού, ‘Stagger Lee’.
Προικισμένος με αφηγηματικό ταλέντο και εκφραστικότητα, με τους Bad Seeds να τον πλαισιώνουν με industrial μουσικές πινελιές και τις απόκοσμες κραυγές του Blixa Bargeld να διαπερνούν κόκαλα, o Cave εξιστορεί τα κατορθώματα του ‘Stag’ Lee Shelton υπό το δικό του πρίσμα, εμπλουτίζοντας την ιστορία της δολοφονίας του Billy Lyons από τον Shelton τα Χριστούγεννα του 1895 με πόρνες, σεξουαλική ικανοποίηση υπό την απειλή όπλου και πυροβολισμούς…
Nick Cave & the Bad Seeds – ‘Into My Arms’
(‘The Boatman’s Call’ – 1997)
Στον τελευταίο δίσκο του για τον 20ό αιώνα, ‘The Boatman’s Call’ (1997), ο Cave κάνει μία εμφατική στροφή στον ήχο του, απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τα post-punk στοιχεία του παρελθόντος και επιστρατεύει το πιάνο του και τον ρομαντισμό του για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Το ‘Into My Arms’ που ανοίγει τον δίσκο είναι μία μπαλάντα-ωδή στην αγάπη, ένα αριστούργημα εμπνευσμένο από τον επίπονο για τον Cave χωρισμό του με την Vivien Carneiro και την αποτυχημένη σχέση του με την PJ Harvey.
Ο πόνος της απώλειας συνδυάζεται με τις πνευματικές αναζητήσεις και τις υπαρξιακές αμφιβολίες, συνθέτοντας ένα σπαρακτικό κομμάτι, όμορφα λιτό στιχουργικά και συνθετικά, με το πιάνο να συνοδεύει θυμίζοντας παλιό εκκλησιαστικό ύμνο και τους στίχους του Cave να αναμειγνύουν μαεστρικά τον έρωτα με τα Θεία, σαν μία σύγχρονη και πιο σκοτεινή έκδοση του ‘Hallelujah’ του Leonard Cohen.
And I don’t believe in the existence of angels
But looking at you I wonder if that’s true
But if I did I would summon them together
And ask them to watch over you.
Nick Cave & the Bad Seeds – ‘Higgs Boson Blues’
(‘Push The Sky Away’ – 2013)
Τον Φεβρουάριο του 2013 και με ήδη 14 δίσκους στην πλάτη τους, οι Bad Seeds επέστρεψαν στα μουσικά δρώμενα με το ‘Push The Sky Away’.
Χαρακτηριστικό του δίσκου η απουσία, για πρώτη φορά από εποχής Birthday Party, του Mick Harvey και, ως αποτέλεσμα αυτής, η πιο έντονη καλλιτεχνική παρουσία του Warren Ellis.
Οι Bad Seeds πλέον κινούνται σε πιο υποτονικά και ατμοσφαιρικά μονοπάτια, δίνοντας έτσι περισσότερο χώρο στους στίχους να ανθίσουν.
Ο δίσκος περιέχει ιδιαίτερες και μοναδικές συνθέσεις και αποτελεί αναμφίβολα τον καλύτερο δίσκο των Bad Seeds για τη νέα χιλιετία, όμως το τραγούδι που ξεχωρίζει είναι το ‘Higgs Boson Blues’, ένα μπλουζ του 21ου αιώνα, εμπνευσμένο από την ανακάλυψη του «σωματιδίου του Θεού» στον επιταχυντή LHC του CERN στη Γενεύη.
Τα συστατικά είναι απλά: ένα ηλεκτρικό πιάνο για συνοδεία, ένα κιθαριστικό hook και μία άκρως εκφραστική ερμηνεία του Αυστραλού, ο οποίος καταφέρνει ξανά να εμφυσήσει κάθε συναίσθημά του στη μουσική και να το μεταφέρει στον ακροατή.
Nick Cave & The Bad Seeds – Girl in Amber
(‘Skeleton Tree’ – 2016)
Τον Ιούλιο του 2015, ο Nick Cave βίωσε τον μεγαλύτερο εσωτερικό πόνο που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος όταν ο 15χρονος γιος του, Arthur βρήκε τραγικό θάνατο όταν έπεσε από βράχια ύψους 18 μέτρων στην περιοχή του Brighton, στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εκείνη την περίοδο, ο Nick Cave είχε ξεκινήσει ήδη την προεργασία των ηχογραφήσεων για τον νέο του δίσκο, όμως το τραγικό συμβάν οδήγησε στην αναβολή του εγχειρήματος.
Έναν χρόνο αργότερα, και αφού ο Cave είχε αποστασιοποιηθεί από τα φώτα της δημοσιότητας για να θρηνήσει, ο δίσκος κυκλοφόρησε με τον τίτλο ‘Skeleton Tree’ και βρίσκει τον Αυστραλό στη φάση της ψυχολογικής ανάρρωσης από την απώλεια.
Nick Cave & The Bad Seeds – Skeleton Tree / Review
Ο δίσκος σφύζει από συναίσθημα, οι ερμηνείες είναι σπαρακτικές και η συνολική ατμόσφαιρα αποπνικτική. Το ‘Girl in Amber’ χαρακτηρίζεται από μία ελεγειακή ατμόσφαιρα, η οποία χτίζεται από το πιάνο του Cave και ενισχύεται από τα χορωδιακά φωνητικά και το βιολί του Warren Ellis.
Οι στίχοι, αν και γράφτηκαν πριν τον θάνατο του μικρού Arthur, είναι ιδιαίτερα μελαγχολικοί και ο τρόπος με τον οποίο ο Cave τους αρθρώνει είναι στοιχειωτικός.
Μέσα από την οικογενειακή τραγωδία, ο Αυστραλός κατάφερε να μαζέψει τα κομμάτια του και προσέφερε στους οπαδούς του το πιο ειλικρινές και προσωπικό του έργο…