Ο νέος δίσκος των Nine Inch Nails, αφού έγινε… σήριαλ με τις υποσχέσεις του Trent Reznor, κυκλοφόρησε στις 23 Δεκεμβρίου, αποτελεί τον διάδοχο του ‘Hesitation Marks’ του 2013 και πρόκειται για ένα EP διάρκειας 21 λεπτών που φέρει το –αινιγματικό;– όνομα ‘Not the Actual Events’.
Σύμφωνα με τον Reznor, ο δίσκος είναι «δυσνόητος» και «εχθρικός», όμως «έπρεπε να γίνει» και αυτό του δίνει μία επιπλέον βαρύτητα.
Είναι γνωστό πως οι Nine Inch Nails ήταν ανέκαθεν ένα μουσικό όχημα του Reznor, αποτελούμενο από μουσικούς που είχαν ως κύριο σκοπό την υλοποίηση των ιδεών του πολυσχιδούς καλλιτέχνη, οι οποίοι άλλοτε συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στο μουσικό αποτέλεσμα και άλλοτε υπηρετούσαν τυφλά το όραμα του frontman, κάνοντας τους NIN ουσιαστικά one-man band.
Η ιδιαιτερότητα του ‘Not The Actual Events’ φέρει το όνομα Atticus Ross, ο οποίος είχε συμβάλει στην παραγωγή όλων των δίσκων του σχήματος από το ‘With Teeth’ του 2005 και έπειτα, ενώ αποτελεί σταθερό συνεργάτη του Reznor τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τη συνεργασία τους στο βραβευμένο με Oscar dark ambient soundtrack του ‘The Social Network’ το 2010.
Ο Ross αποτελεί πλέον επίσημο μέλος των Nine Inch Nails και του πιστώνονται credits και στη σύνθεση των τραγουδιών του δίσκου, πράγμα που αλλάζει λίγο τις μουσικές ισορροπίες μέσα στο συγκρότημα.
Ο δίσκος ανοίγει με το ‘Branches/Bones’, το οποίο «χτίζεται» σε μία industrial metal ατμόσφαιρα, με μία fuzzy κιθαριστική μελωδία και ένα post beat, το οποίο προς το τέλος του κομματιού ξεκινά να χάνεται πίσω από τη συνεχώς αυξανόμενη ένταση.
Πάνω που το κομμάτι αρχίζει να αποκτά ενδιαφέρον, «κόβεται» απότομα μετά από 1:47 λεπτά διάρκειας, δικαιώνοντας για την ώρα τον Reznor που έκανε λόγο για «δυσνόητο» δίσκο.
Η συνέχεια ανήκει στο σχεδόν τετράλεπτο ‘Dear World,’, στο οποίο κυριαρχούν τα electronic στοιχεία, ενώ από το χαρακτηριστικό programming του Atticus Ross φαίνεται πως η επισημοποίηση της συμμετοχής του στο project έχει αντίκτυπο και στη συνθετική πλευρά του δίσκου.
Οι στίχοι του τραγουδιού «Pictures and faces / On display / With people who aren’t here» υποδεικνύουν έναν βαθύτερο προβληματισμό του καλλιτέχνη για τη σημερινή εποχή και την εικονική ζωή του 21ου αιώνα, ενώ η ερμηνεία του Reznor θυμίζει ανά διαστήματα σε εκφραστικότητα και στυλ τον David Bowie.
Το ‘She’s Gone Away’, διάρκειας έξι λεπτών, διακατέχεται από μία minimal αισθητική και χαρακτηρίζεται από μια έντονη μπασογραμμή, «απλώνεται» σταδιακά και γίνεται σχεδόν αποπνικτικό στα τελευταία 90 δευτερόλεπτά του, μέσα από τα εφέ και τις αγωνιώδεις κραυγές του Reznor και τα συμπληρωματικά φωνητικά της Mariqueen Maandig, τραγουδίστριας των How to Destroy Angels (και συζύγου του Reznor).
Ακολουθεί το ‘The Idea of You’ με μία πιο δυναμική σύνθεση και ένα metal riff, θυμίζοντας περισσότερο από όλα τα προηγούμενα κομμάτια τις industrial ρίζες των NIN, το οποίο συμπληρώνεται από hardcore punk ξεσπάσματα. Το drumming του Dave Grohl δίνει μια επιπλέον δυναμική στο κομμάτι, ενώ οι στίχοι «Wait! None of this / Wake! Is happening / Breathe! / None of this / Believe! / Is happening / Hey! None of this / You tell yourself! Is happening» συνεχίζουν να κινούνται στα υπαρξιακά μονοπάτια που φαίνεται να ακολουθεί εξ αρχής ο δίσκος, μέσα από τον οποίο ο Reznor φαίνεται πως προσπαθεί να προβληματίσει με τον δικό του τρόπο.
Το EP κλείνει με το ‘Burning Bright (Field on Fire)’ που ξεκινά με ένα κιθαριστικό riff από τον Dave Navarro, πνιγμένο στο overdrive που παντρεύει τη doom ατμόσφαιρα των Black Sabbath με τον post-industrial αέρα των πρώιμων Einstürzende Neubauten. Στην πορεία μπαίνει σε πιο ψυχεδελικά και ελεύθερα μονοπάτια και σίγουρα αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα σύνθεση του δίσκου.
Ο δίσκος στο σύνολό του ακούγεται όντως «δυσνόητος» σε έναν βαθμό, χρειάζεται σίγουρα επιπλέον ακροάσεις για να δείξει τα στοιχεία του, καθώς στην πρώτη ακρόαση και χωρίς την απαιτούμενη προσοχή ενδέχεται να δώσει σε πολλά σημεία την εντύπωση πως πρόκειται για «άχρωμη βαβούρα». Οι στίχοι, παρόλο που στερούνται λυρισμού, έχουν ξεκάθαρα σκοπό να προβληματίσουν για θέματα ύπαρξης και ταυτότητας μέσα στη συνολικά έντονη, κατά διαστήματα ως και σχιζοφρενική ατμόσφαιρα του ήχου των NIN. Η συμβολή του Atticus Ross είναι περισσότερο από εμφανής στη συνολική εικόνα του δίσκου, η καλοδουλεμένη «επιμελώς ατημέλητη» παραγωγή που θυμίζει ’80s, αλλά και οι πιο minimal και ατμοσφαιρικές συνθετικές πινελιές του δίνουν στο δίσκο μία νέα ώθηση, η οποία έλειπε από τον Reznor από το ‘Year Zero’ του 2007 και έπειτα.
Σίγουρα δεν πρόκειται για κάποιο ριζοσπαστικό έργο, όμως σίγουρα θα διχάσει τους οπαδούς του συγκροτήματος, κάποιοι εκ των οποίων περιμένουν με κάθε νέα κυκλοφορία ένα νέο ‘The Downward Spiral’, ενώ άλλοι επιμένουν πως η πολυπραγμοσύνη του Trent έχει εξαντλήσει σε μεγάλο βαθμό την έμπνευσή του. Σίγουρα η διάρκεια του δίσκου χωράει μεγάλη συζήτηση, καθώς τα 21 λεπτά μουσικής φαίνεται να περιορίζουν την έμπνευση των Reznor/Ross σε ορισμένα σημεία (‘Branches/Bones’), ενώ σε άλλα (‘Dear World’) φαντάζουν αρκετά, ίσως και υπερβολικά και σε περίπτωση ενός full length δίσκου ενδέχεται να μείωναν δραστικά την ποιότητα των συνθέσεων.
Επειδή, όμως, το δημιουργικό ταλέντο του Trent Reznor παραείναι μεγάλο και ο τίτλος ‘Not The Actual Events’ (σ.σ.: «Όχι τα πραγματικά γεγονότα») παραείναι αινιγματικός για να συμβιβαστεί κανείς με την ιδέα πως αυτή ήταν η μουσική που υποσχόταν επί έναν ολόκληρο χρόνο ο Reznor, ο γράφων τολμά να υποθέσει πως το EP αυτό ίσως είναι προπομπός για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο και όχι το… actual event!