Η μουσική σκηνή του Bergen της Νορβηγίας μπορεί να υπερηφανεύεται για την ποικιλομορφία της. Αναφερόμαστε στην πόλη με την μακροχρόνια παράδοση που έχει στο είδος του black metal, μιλάμε παράλληλα και για τον τόπο που γεννήθηκε η μικρή δισκογραφική Tellé Records που αποτέλεσε την πρώτη οικία των Röyksopp καθώς και των Kings of Convenience. Κάπου από εκεί εμφανίστηκαν και οι Vulture Industries.
Ο εν λόγω δίσκος με τίτλο ‘Stranger Times’ χαρακτηρίζεται από την γενικότερη απουσία αγριεμένων φωνητικών παρεμβολών, αξιοποιώντας πλήρως το βελούδινο ηχόχρωμα του Nilsen – με κάποιες ενδιαφέρουσες παιχνιδιάρικες παρεμβάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο συγκεκριμένος, μαζί με τον Einar Solberg από Leprous αποτελούν τα κατ’ εξοχήν αναγνωρίσιμα φωνητικά ηχοχρώματα του Νορβηγικού προοδευτικού ήχου. Συναγωνίζεται σε θεατρικότητα (εκ των καταλληλότερων λέξεων να περιγράψει κανείς τους VI) τον προκάτοχο ‘The Tower’. Τουτέστιν διακρίνεται περαιτέρω μια κάποια αγάπη προς το σκοτεινό vaudeville – γιατί όχι και στον Danny Elfman – που θα διοχετευόταν υπέροχα αν ίσως διέθεταν ένα πιο ξεκάθαρο και συμπαγές concept παρά χαλαρά συνδεδεμένη στιχουργία, όπως φαίνεται (και) εδώ.
Τα τρία πρώτα κομμάτια του δίσκου -χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σημειολογία πίσω από αυτό- είναι και τα κορυφαία. Το εισαγωγικό ‘Tales of Woe’ σε εισάγει με περισσή ενέργεια και κινητικότητα σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους σκληρού (;) ροκ που θα ακούσεις φέτος. Ακολουθεί η αδιαμφισβήτητη ραδιοφωνική στιγμή του δίσκου (και γενικότερα της δισκογραφίας τους) με το ‘As The World Burns’, ενώ το ‘Strangers’ αποτελεί ένα 7επτο έπος που δικαίως θα βρει μια θέση σε λίστες ποιοτικής αποτίμησης της φετινής ροκ/μέταλ χρονιάς. Πλήκτρα και τρομπέτα δίνουν το αλατοπίπερο σε μια κορυφαία σύνθεση που πλέον θα «αναγκάζονται» να παρουσιάζουν σε κάθε ζωντανή τους εμφάνιση.
Υπάρχει μια ευπρόσδεκτη σταθερότητα στον υπόλοιπο δίσκο, που ίσως σπάει με το μικρότερο σε διάρκεια κομμάτι της καριέρας τους ‘My Body, My Blood’ – δεν θα προσμετρηθεί το πρελουδιακό ‘Crooks and Sinners’ του δεύτερού τους δίσκου. Κατά τ’ άλλα τα κομμάτια έχουν τον συνήθη μέσο όρο του 5λεπτου, ενώ εμφανίζουν ενδιαφέρουσες όσο και ταιριαστές ρυθμικές αλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια. Η πνοή του ξεκάθαρου in-your-face μέταλ απουσιάζει, δίνοντας τη θέση της σε κάτι πιο υποχθόνιο: το αρκετά «επιθετικό» όνομα Vulture Industries θα μπορούσε άνετα, έστω και προσωρινά, να δώσει τη θέση του στο «γλυκύτερο» Dead Rose Garden, όνομα που κατείχε η μπάντα όταν ιδρύθηκε το 1998.
Προ οποιασδήποτε κατακλείδας, να υπενθυμίσουμε ότι οι Vulture Industries τίμησαν τη χώρα μας με ένα live «γνωριμίας» ουσιαστικά, αφήνοντας παρακαταθήκη για το εγγύς συναυλιακό μέλλον. Το πνεύμα του Νορβηγικού (συχνά ακραίου) metal υπόκειται σε άκρως εφευρετική μετεμψύχωση, δίνοντας μας ελπίδες ότι το μέλλον μπορεί να γεμίσει με πρωτότυπα ακούσματα. Cheers λοιπόν και καλή ακρόαση!