Είναι απολαυστικό και ταυτόχρονα «αμήχανο» να ξεκινάς review έναν δίσκο που έχεις ακούσει πριν κυκλοφορήσει και να προσπαθείς να προϊδεάσεις επαρκώς τον αναγνώστη/ακροατή για το τι πρόκειται να ακούσει σε μερικές μέρες, όταν και ο δίσκος θα είναι πια διαθέσιμος για ακρόαση από όλους (update: ακούστε ολόκληρο τον δίσκο παρακάτω). Όλο αυτό, επίσης, έρχεται πακετάκι με μεγάλη ευθύνη, μιας και πρόκειται να διαμορφώσεις (όσο τελοσπάντων μπορείς…) την πρώτη γεύση αυτού που θα μπει στον κόπο να σε διαβάσει – ο οποίος μάλιστα είναι κατά πάσα πιθανότητα κάποιος αρκετά πιστός fan της μπάντας που «δεν κρατιέται». Και οι 1000mods έχουν πολλούς τέτοιους.
Ακούγοντας τον δίσκο εδώ και αρκετές μέρες, ένα πράγμα διαπίστωσα με σιγουριά. Ο τίτλος ‘Repeated Exposure To…’ είναι ο καλύτερος γι’ αυτόν. Και γιατί το λέω αυτό. Χρειάζεται να «εκτεθείς» πολλές φορές σε αυτόν προκειμένου αφενός να συνηθίσεις τις μικρές αλλά αισθητές διαφοροποιήσεις στον ήχο τους και να αποφασίσεις αν αυτό το «ένα βήμα μπροστά» ικανοποιεί τις ορέξεις σου ή αν αυτές είναι ταγμένες στο ‘Vultures’, το ‘Super Van Vacation’ ή ξέρω ‘γω το ‘Blank Reality’ (δεν το ‘πα για αστείο, έχω φιλαράκι που έμενε δίπλα στον έναν και άκουγε κάποτε το ‘Desert Side Of Your Mind’)… Προσωπικά, θα σου σύστηνα το πρώτο.
Και μιας και λέμε «πρώτο», το πρώτο κομμάτι που ακούσαμε από τον δίσκο ήταν το ‘The Son’ πριν από κάνα διβδόμαδο, το οποίο δεν μπορώ να κρύψω ότι μου φάνηκε πολύ «χλιαρό» την πρώτη φορά που το άκουσα. Τώρα, βέβαια, θεωρώ πως -ποιοτικά- είναι το επόμενο ‘Vidage’-style hit και νομίζω πως η δομή του το επιβεβαιώνει στο έπακρο. Τα μεγάλης διάρκειας κομμάτια ήταν πάντα κάτι που εκτιμούσα από τις μπάντες και οι 1000mods, που μας έχουν συνηθίσει από την αρχή σε τέτοια, κάνουν ολοφάνερη την ικανότητά τους να συνθέτουν μεγάλα κομμάτια βασισμένα σε έναν σταθερό κορμό που δεν χάνει το στοιχείο της έκπληξης όταν αυτό είναι αναγκαίο. Πάντα ευπρόσδεκτη και η ψυχεδελική πινελιά του ‘The Son’. ‘Blank Reality’ calling from the past.
Ο δίσκος, βέβαια, ξεκινάει πολύ πιο εκκωφαντικά, με το doomy ‘Above179’ που έχει όλα όσα χρειάζεται ένα εναρκτήριο κομμάτι για να σε πιάσει απ’ τα μούτρα. Κλασικό, επαναλαμβανόμενο mid-tempo 1000mods-riff, σπασιματάκια με ντραμς (γιατί όλοι όσοι έχουμε πάει σε live τους ξέρουμε τι σημαίνει ο Λάμπρος για τους ‘mods) και γενικά ένα ευχάριστο κύμα δημιουργικότητας.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή καταλαβαίνει κανείς πόση δουλειά έχει πέσει στο κομμάτι του mixing και mastering. Οι φωνές που ακούγονται πίσω από τα κύρια φωνητικά είναι σημείο που προδίδει εύκολα την προσοχή που δόθηκε και αυτό οφείλεται κατά πολύ στον Γιώργο Λεώδη αλλά και στις τελικές πινελιές που έδωσε ο Brad Boatright (αν δεν σας λέει κάτι το όνομά του, ίσως κάτι σας λέει το ‘Dopesmoker’ των Sleep του οποίου το mastering είχε επίσης επιμεληθεί).
Η σκυτάλη δίνεται στο ‘Loose’ που είναι το δεύτερο κομμάτι που ακούσαμε από τον δίσκο. Η σολάρα στα μισά του κομματιού είναι ήδη γνωστή σε όλους μας και το “Give me my medicine” του ρεφραίν που ουρλιάζει ο Δάνης, είναι αυτό που θα ουρλιάζει σωρηδόν και ο κόσμος στα live, πριν ή αφού τα χρειαστεί.
Η συνέχεια δίνεται άκρως συναυλιακά, groov-άτα και rock ‘n’ roll-ικά. ‘Electric Carve’ και μια λαχτάρα να χωθείς στο moshpit σε πιάνει, αν μη τι άλλο. Και αφού παρεμβληθεί το ‘The Son’ που αναλύσαμε παραπάνω, έρχεται το ‘A.W.’, εξίσου rock ‘n’ roll-ικό, με τρομερό εναρκτήριο κιθαριστικό riff, με την δεύτερη κιθάρα να μπαίνει για να τα ισοπεδώσει όλα και τον Δάνη να τραγουδάει όσο ψηλά μπορεί. Άκρως συναυλιακό κομμάτι. Αγαπάω τα ντραμς του Λάμπρου. Νομίζω το ‘πα και πριν.
Το ‘On A Stone’ είναι το πιο βαρύ κομμάτι του δίσκου και θα μπορούσε κάλλιστα να ‘χει ξεπηδήσει από το ‘Super Van Vacation’ και να μας στείλει για κάνα roadtrip υπό τις αργόσυρτες, μακροσκελείς και φορτισμένες μελωδίες του. Το ‘Groundhol Day’ είναι σε παρόμοιο στυλ, μα πιο μελωδικό, πιο catchy και εμπνευσμένο. Οι εναλλαγές από τις smooth μελωδίες στα βαριά κιθαριστικά riffs και μετά σε χαλαρά ντραμαρίσματα με κιθάρα και πάλι απ’ την αρχή με σκοτώνουν. Το κομμάτι διαρκεί περισσότερα από 7 λεπτά, μα απ’ τα 3′ και μετά η φωνή δεν ακούγεται ξανά, δίνοντας τη θέση της σε ένα απολαυστικό τζαμάρισμα.
Ο δίσκος κλείνει όπως μας έχουν (καλο)μάθει ο 1000mods: Με ένα απ’ τα μεγαλύτερα κομμάτια του δίσκου (εν προκειμένω το μεγαλύτερο). 7:50 λεπτά βυθισμένοι στο ‘Into The Spell’ και απελευθερωμένοι από το «ξόρκι της» (“I’m high, I’m free from your spell”), με τη στιγμή που ολοκληρώνονται 4′ να σηματοδοτεί παντελή αλλαγή στο τραγούδι και να ξεκινάει ένα μαγικό, κάπως ψυχεδελικό τζαμάρισμα που μακάρι να διαρκούσε άλλα 10′.
Αν και αυτό το τελευταίο τζαμάρισμα είναι τόσο απογειωτικό που σε κάνει να ξεχάσεις ό,τι άλλο άκουσες μέσα στο ‘Repeated Exposure To…’, το τελικό συμπέρασμα που κάνει λόγο για μια πολύ άρτια και μετρημένη δουλειά, δεν είναι καθόλου επηρεασμένο απ’ αυτό. Έχοντας ακούσει τον δίσκο πάνω από 10 φορές τις τελευταίες ημέρες, θα έλεγα πως είναι ο πιο ώριμος των 1000mods, αν δεν σιχαινόμουν πλέον αυτή τη φράση.
Η παραγωγή, όπως προείπαμε, παίρνει άριστα και για να το διαπιστώσει κανείς δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ “βαθιά”, αρκεί να εστιάσει στο πιο απλό, τη φωνή, και το πόσο καλύτερα και καθαρότερα ακούγεται. Η μπάντα διανύει την καλύτερή της περίοδο, έπειτα από δύο full-lengths που έτυχαν τρομερής αποδοχής και έχτισαν ένα όνομα που πλέον έχει ξεπεράσει τα στενά όρια της Ελλάδας. Και τώρα, το 3ο full-length έρχεται απλά να επιβεβαιώσει ότι μετά από αρκετά χρόνια και πολύ νερό να έχει κυλήσει στο αυλάκι, οι 1000mods έχουν ακόμη περισσότερη έμπνευση για να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα απ’ όλα – και ξέρετε ποιο είναι αυτό.
Ακούστε ολόκληρο το νέο άλμπουμ των 1000mods μέσω YouTube και Spotify, εδώ:
2. Loose
3. Electric Carve
4. The Son
6. On a Stone
7. Groundhog Day
8. Into the Spell