Όσοι ασχολούμαστε (λίγο παραπάνω απ’ ό,τι ο μέσος όρος) με τη μουσική και είμαστε πάνω από 20 βιώνουμε τον τελευταίο καιρό μια μικρή κρίση ηλικίας.
Υπεύθυνη για αυτή είναι φυσικά το παιδί-θαύμα ονόματι Billie Eilish που τον προσεχή Δεκέμβριο θα βάλει δεκαοχτώ κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της. Ασχέτως με το τι δώρα (ενηλικίωσης) θα λάβει η ίδια τότε, τα δικά της δώρα προς εμάς περιλαμβάνουν δύο EPs, πολυάριθμα singles, συναυλίες ανά τον κόσμο καθώς και μουσικές επενδύσεις σε trending τηλεοπτικές σειρές.
Χώρια του ότι είναι με διαφορά ό,τι πιο viral κάτω των 18 έχει υπάρξει στο χώρο της ποπ (κουλτούρας) εδώ και μια πενταετία περίπου.
Δεν έχει κλείσει ούτε μήνα το LP δισκογραφικό της ντεμπούτο, κάθε βίντεο που ανεβαίνει στο YouTube περιμένει μόλις λίγες μέρες για να ξεπεράσει τις 50 (ή και 100) εκατομμύρια προβολές.
Ολοκληρώνοντας τη σύνδεση με την κατακλείδα της πρώτης παραγράφου, τελευταία φορά που είχε συμβεί κάτι ανάλογο ήταν το 2013 με τη Lorde και το ‘Royals’. Η de facto πριγκίπισσα της Generation Z δανείζεται στίχο από το υπερ-χιτ ‘Bury a Friend’ και βαφτίζει το δίσκο της ‘When We All Fall Asleep, Where Do We Go?’, πανέτοιμη να κατακτήσει charts και καρδιές σε παγκόσμια κλίμακα.
Πέραν της σημειολογικής σύνδεσής τους, δεν θα ήταν παράλογο να υποστηρίξουμε ότι η Eilish ελάχιστη σχέση έχει με το φαινόμενο της Lorde.
Σίγουρα πάντως φαίνεται να έχει καλύτερο έλεγχο πάνω στο υλικό της και στο ύφος με το οποίο επιλέγει να το ντύσει, πράγμα ολίγον τι δυσεύρετο στις μέρες μας, όπου η εκάστοτε αναλώσιμη ποπ βασιλεύει για λιγότερο από μήνα για να παραδοθεί εν τέλει στη μουσική λήθη, δίνοντας τη σειρά της στο επόμενο viral hit του Διαδικτύου.
Η ίδια δηλώνει ότι ακούει φανατικά σύγχρονο hip-hop και R&B αλλά και Beatles, πρότυπό της αλλά και επιρροή κλειδί αποτελεί δε η Lana Del Rey, δίνοντας μια κάποια εξήγηση ως προς τη μελαγχολική νωχελικότητα της μουσικής της αλλά και τροφή στους απανταχού haters να την ξεγράψουν άμεσα ως ένα ακόμη hipster icon.
Το παρόν πόνημα αποτελείται από 13 (εκτός του intro) μίνιμαλ δημιουργίες από κοινού συντεθειμένες με τον κατά 2 χρόνια μεγαλύτερο αδερφό της, Finneas O’ Connell – ο οποίος μάλιστα εκτελεί και χρέη παραγωγού.
Ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να επιστρατεύσει μια στρατιά από πολύπειρους επαγγελματίες songwriters να της εξασφαλίσουν ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία (εάν αυτό είναι δυνατό), η εσωστρέφεια της ίδιας επιλέγει να καθιερώσει το δίσκο ως μια οικογενειακή υπόθεση.
Πράγμα που μόνο ταιριαστό θα μπορούσε να είναι στις στιχουργικές late-teen ανησυχίες της που πλάθουν φανταστικές εικόνες σε όλα τα κομμάτια, ερμηνευμένα με την χαρακτηριστική μπάσα φωνή της που ακροβατεί μεταξύ κλασικής ’00s pop απαγγελίας και ψιθύρου, η δε μουσική διατηρεί το «βαρύτονο» της υπόθεσης με την ενορχηστρωτική πεμπτουσία να απαρτίζει ως επί το πλείστον ένα synth-bass και μια μπότα στα κρουστά.
Αν και κανείς αντιλαμβάνεται εύκολα ότι η ηλικία της κρατάει την εμπειρία και την τεχνική κατάρτιση για αργότερα, το συγκεκριμένο στυλ φαίνεται να είναι το πλέον κατάλληλο για τα τραγούδια που έχει επιλέξει να κυκλοφορήσει.
Από το υλικό ξεχωρίζουν τα υπερ-singles ‘Bad Guy’, ‘You Should See Me in a Crown’ και ‘Bury a Friend’, τα οποία μάλλον αποτελούν ταυτόχρονα και τις πλέον δραστήριες στιγμές του δίσκου, αλλά και τα «μεσαίας θυμικής ενέργειας» ‘All the Good Girls Go to Hell’ και ‘My Strange Addiction’.
Αντί επιλόγου, θα σας στείλω να απολαύσετε εκ νέου τον δίσκο. Υπενθυμίζω, μικρή συμβουλή: Εάν είστε 20 και άνω, καλό θα είναι να μην ανατρέξετε στην ηλικία της φωνής που πλημμυρίζει τα ακουστικά σας.
Α ναι, επίσης: Απολαύστε υπεύθυνα.