Το ρολόι τσέπης του σκηνοθέτη Christopher Nolan και ο χαρακτηριστικός ήχος που παρήγαγε ήταν αρκετός για να εμπνεύσει τον μοντέρνο άρχοντα της κινηματογραφικής μουσικής σύνθεσης, Hans Zimmer (υποψήφιος και για Grammy), να γράψει άλλο ένα αριστουργηματικό soundtrack και ένα εκ των κορυφαίων της φετινής χρονιάς, για την ταινία ‘Dunkirk’.
Μαζί με τον προστατευόμενό του, Benjamin Wallfisch (ο οποίος βοήθησε πολύ και στο ‘Dunkirk’) ανέλαβαν τον φαινομενικά ακατόρθωτο άθλο να φέρουν εις πέρας έναν «διάδοχο» για το αριστουργηματικό soundtrack του Βαγγέλη Παπαθανασίου (Vangelis) για το ‘Blade Runner’ (1982).
Συγκεκριμένα, για το φετινό πολυσυζητημένο sequel του Denis Villeneuve, ‘Blade Runner 2049’.
Αμφότερα soundtracks έδωσαν περισσότερο βάση στην όσο δυνατόν οργανικότερη ένταξη στο σύνολο της κάθε ταινίας, με τον ίδιο τον Zimmer να δηλώνει:
Μου αρέσει το ότι εσχάτως σπάμε τον οποιονδήποτε τοίχο υπήρξε μεταξύ μουσικής και ηχητικού σχεδιασμού.
Ο Chris [σ.σ. Nolan] παραδείγματος χάριν στο ‘Dunkirk’ κατασκεύασε αγνό σινεμά με ελάχιστο διάλογο, μου είπε ότι η μουσική επένδυση όφειλε να είναι αντικειμενική και απογυμνωμένη από κάθε συναίσθημα.
Ο Hans Zimmer χρησιμοποίησε το ρολόι τσέπης του σκηνοθέτη, πειράζοντας τη συχνότητα και τον τόνο, ενώ χρησιμοποίησε ως βάση και τον ηχητικό σχεδιασμό του Richard King για να δημιουργήσει μουσική 100 λεπτών η οποία τροποποιήθηκε καταλλήλως ούτως ώστε να υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το τελικό προϊόν.
Στα του ‘Blade Runner 2049’, ο Hans Zimmer και ο συνεργάτης του ανέλαβαν αρκετά αργά, μιας και το όραμα της παραγωγής δεν συμβάδιζε με αυτό του προηγούμενου συνθέτη, Jóhann Jóhannsson.
Ο έμπειρος συνθέτης άρχισε με μια μικρή σύνθεση (που έμελλε να γίνει το ‘The Mesa’) και έπειτα από κοινού με τον Wallfisch συνέθεσαν υλικό 15 λεπτών που αποτέλεσε τη βάση όλου του soundtrack.
Μου έδειξαν την ταινία, φτάσαμε στο τέλος της, τα χέρια μου έπεσαν πάνω στα πλήκτρα, ό,τι έβγαινε από την ταινία έβγαινε από τα δάχτυλά μου και ο Denis [σ.σ. Villeneuve] ανταποκρίθηκε άμεσα σε αυτό.
Ήταν το αντίθετο του ‘Dunkirk’.
Ο Wallfisch είδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεφύγουν από το εμβληματικό soundtrack του Vangelis αναγνωρίζοντας παράλληλα τη βαριά κληρονομιά του.
Προσπαθήσαμε να το κάνουμε να ακούγεται «30 χρόνια αργότερα».
Επιπλέον, η βάση θα έπρεπε να είναι αμιγώς ηλεκτρονική. Συγκεκριμένα, ο Hans Zimmer αναφέρει:
Το βασικό θέμα είναι συνδεδεμένο με το ξύλινο άλογο, είναι μια απλούστατη μελωδία 4 νοτών εμπνευσμένη από την ιδέα των 4 οξέων στη σειρά του DNA. Μας πήρε λίγο χρόνο να το φτιάξουμε, η αλήθεια είναι.
Για τη σύνθεση του συγκεκριμένου, επιστρατεύτηκε το σπάνιο CS-80 synthesizer που είχε χρησιμοποιήσει ο Vangelis το 1982 για το original, μιας και ο Hans Zimmer τυγχάνει ιδιοκτήτης ενός εκ των λίγων αντιτύπων που υπάρχουν ακόμα.
Δεν είχα αγγίξει το ‘The Beast’ [σ.σ. «Το Κτήνος»] για πάνω από 10 χρόνια, το είχα στην αποθήκη.
Παρόλα αυτά, μπορούσα να έχω κλειστά τα μάτια και να παίζω. Υπάρχει μια έλλειψη ακρίβειας σε αυτό, σαν να έχει δικό του εγκέφαλο.
Ήταν περίεργο. Και την τελευταία μέρα, παρέδωσε πνεύμα.
Ήταν όμως ενθαρρυντικό για εμάς να μην αφήσουμε αυτήν τη γλώσσα πίσω.