Κάποια μουσικά σχήματα, καλώς ή κακώς, έχουν καθορίσει μια ολόκληρη γενιά, είτε ασπαζόμαστε το όλο μουσικό τους όραμα είτε όχι.
Οι Linkin Park αποτελούν αυθεντικό προϊόν των ’00s, γεννήθηκαν (μουσικά), αναπτύχθηκαν και με τη σειρά τους καθόρισαν έναν (τουλάχιστον) ολόκληρο ήχο, αυτόν του nu-metal/rap metal.
Η εμπορική λαίλαπα που προκάλεσαν με το «καλημέρα» συνοδεύτηκε από μια σχεδόν ισόποσα κατανεμημένη αποδοχή, με τους φανατικούς από τη μία και τους επικριτές από την άλλη που, φύσει και δυνάμει, γίνονται αντιληπτοί με ηχηρότατο τρόπο συγκριτικά με τους πρώτους.
Ό,τι και να πει κανείς για τους Linkin Park, ό,τι και να τους προσάψει σχετικά με την ποιότητα της μουσικής τους, με το πόσο «απλή» ή «επιτηδευμένη» μπορεί να είναι, μουσικά όσο και στιχουργικά, δεν μπορεί/έχει το δικαίωμα να αρνηθεί το εξής: είναι ένα σχήμα που ουδέποτε φοβήθηκε τον πειραματισμό, και ως εκ τούτου την οποιαδήποτε αποτυχία, ρισκάροντας να χάσουν ακόμα και ορδές φανατικών που τους πλαισίωναν καρτερικά από τις απαρχές της καριέρας τους.
Μια μπάντα που, σκεπασμένη από έναν ακούσιο όσο και αναπόφευκτο pop/εμπορικό/radio-friendly μανδύα, αδυνατούσε και αδυνατεί πολλάκις να πείσει μια ευρύτερη μάζα ότι κάθε φορά που αποφασίζει να πρωταγωνιστήσει στα δισκογραφικά δρώμενα έχει κάτι διαφορετικό να πει: ένα ηχηρό «statement» έναντι καλλιτεχνών ανάλογης εμπορικής επιτυχίας που, επαναλαμβάνοντας την ίδια συνταγή με χαρακτηριστική άνεση, δεν ρισκάρουν τίποτα απολύτως, με τον μόνο παράγοντα με αυξητική (ή με οποιονδήποτε τρόπο μεταβαλλόμενη) πορεία να είναι ο τραπεζικός λογαριασμός τους.
Ακολουθεί μίνι σύνοψη της μέχρι τώρα καριέρας τους η οποία κρίνεται απαραίτητη για την ορθή αποτίμηση του νέου τους πονήματος:
Οι Linkin Park μας συστήθηκαν με το ‘Hybrid Theory’ 17 χρόνια πριν, ένα άμεσο, οργισμένο nu-metal κατασκεύασμα που έσκασε σαν πυροτέχνημα στην αλλαγή του αιώνα και στην τότε mainstream μουσική σκηνή, κάνοντας τη metal κουλτούρα όσο και την ευρύτερη pop αισθητική να κρατήσουν (έστω και για λίγο) τα χέρια.
Από τις γνήσιες μπάντες που αγάπησε και προώθησε η κουλτούρα του πάλαι πότε κραταιού MTV, βρήκαν άμεση εμπορική επιτυχία, με τον δίσκο να γίνεται σύντομα διαμαντένιος στις Ηνωμένες Πολιτείες και πολυπλατινένιος σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο.
Ακολούθησε το ‘Meteora’ (2003), ένα σκληρότερο album στο ίδιο μοτίβο με τον προκάτοχο, με την μπάντα να έχει ενεργό ρόλο στην παραγωγή και παρουσία τάσεων προς πειραματισμό (χαρακτηριστικά παραδείγματα το instrumental ‘Session’ αλλά και το επιτυχημένο single ‘Breaking The Habit’, ιδεολογικός προκάτοχος μελλοντικών δίσκων όσον αφορά τη μουσική κατεύθυνση).
‘Minutes To Midnight’ (2007), πρώτη εκ των τριών σερί συνεργασιών με τον «πολύ» Rick Rubin στην παραγωγή, το γενικότερο κλίμα διατηρείται με τις soft στιγμές να κάνουν ρητή δήλωση ύπαρξης και τον δίσκο, εν σχέσει με το μεταλλικό στοιχείο των προκατόχων του, να βρίσκεται μερικές ταχύτητες πιο κάτω.
Οι οπαδοί αναρωτιούνται λιγάκι, οι Καλιφορνέζοι rockers (πλέον) κάνουν ένα (εμπορικό) βήμα εμπρός με τη συμμετοχή του ‘What I’ve Done’ στην ταινία ‘Transformers’ (2007).
Το μεγάλο «μπαμ» γίνεται τρία χρόνια μετά, το 2010, με τη κυκλοφορία του ‘A Thousand Suns’. Ό,τι (νόμιζε ότι) γνώριζε κανείς για το μουσικό εύρος + potential της μπάντας γκρεμίζεται παταγωδώς ενώπιον ενός νέου, πολυσχιδούς ηχοχρώματος με industrial, techno, ακόμα και reggae ψήγματα.
Λίγες φορές στην ιστορία της μουσικής έχει υπάρξει δίσκος που διχάζει το fanbase σε τέτοιο βαθμό.
Όπως επίσης λίγες φορές έχει τύχει να συγκρίνουν μουσικοκριτικοί δίσκο με «ιερά τοτέμ» όπως το ‘Kid A’ των Radiohead, ακόμα και με το ‘The Dark Side Of The Moon’ από… well, you know. Πέμπτος δίσκος και ‘Living Things’ για το 2012, ένας δίσκος που κατά τα λεγόμενά τους «συνοψίζει ηχητικά ό,τι έχουμε μάθει μέχρι στιγμής». Ίσως η πιο μπερδεμένη και πιο αδιάφορη κυκλοφορία στο δισκογραφικό τους ρόστερ, κλείνει όχι και με τον καλύτερο τρόπο τη συνεργασία τους με τον πολύπειρο Rubin.
Το 2014 είναι χρονιά-ορόσημο για τη μπάντα.
Αποφασίζοντας να διακόψουν τη συνεργασία με τον Rubin ανακτούν τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο, ενώ αποφασίζουν να επιχειρήσουν, όχι ακριβώς μεταστροφή στον ήχο τους και πιο συγκεκριμένα στις nu-metal μέρες τους, αλλά μια αναζωογόνηση του rock στοιχείου, οδηγώντας στον πιο απενοχοποιημένα hard rock δίσκο τους με το ‘The Hunting Party’, κάτι που, αν και συνάντησε μια κάποια επιτυχία, για την όλη βαρύτητα μιας τέτοιας κατεύθυνσης πάρθηκε μάλλον στα ψιλά.
Επίσης, αποτελεί τον πρώτο δίσκο με εξωτερικές συνεργασίες (Page Hamilton, Daron Malakian, Tom Morello & Rakim) αλλά και την πρώτη φορά που επιστρατεύεται επαγγελματίας songwriter για συνθετική χείρα βοηθείας (ο Emilie Haynie για το ‘Final Masquerade’).
Κρατήστε τα δύο τελευταία, γιατί κάπου εδώ ερχόμαστε στο κύριο θέμα συζήτησης και τον έβδομο δίσκο των Linkin Park, ‘One More Light’, που μετράει λίγες μόλις ημέρες κυκλοφορίας.
Δεύτερος σερί δίσκος στον οποίο έχουν τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο (;), αποφάσισαν αυτή τη φορά να αλλάξουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο δομούν την κάθε τους σύνθεση, καταπιανόμενοι πρώτα με τον στίχο και μετά με τη μουσική. Κατά τα λεγόμενά τους, «πρώτα η ιστορία, μετά το hook και τέλος η μουσική».
Προσλαμβάνουν πλειάδα από vocal producers αλλά και songwriters που έχουν συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με Beyoncé και Maroon 5, με αποτέλεσμα η πλειονότητα των συνθέσεων να πιστώνεται στους Delson/Shinoda και σε 2-3 songwriters παρά σε όλη την μπάντα, όπως παραδοσιακά γινόταν στους 6 προηγηθέντες δίσκους.
Επιπλέον, συναντάμε περαιτέρω μουσικές (και συγκεκριμένα φωνητικές) συνεργασίες.
Η πρώτη φορά που ήρθαμε αντιμέτωποι με γυναικεία φωνητικά (ευγενική χορηγία της Kiiara) σε τραγούδι των Linkin Park συνέπεσε με την πρώτη κυκλοφορία single από τον καινούριο δίσκο ονόματι ‘Heavy’. Εκεί είναι που ήρθε και η ψυχρολουσία για τους (κακά τα ψέματα) περισσότερους από εμάς και το επικείμενο «κράξιμο».
Μακράν ό,τι πιο pop είχαν κυκλοφορήσει, οι φόβοι των fans διογκώθηκαν όταν με δηλώσεις τους υποστήριξαν ότι όλος ο δίσκος θα είναι σε αυτό το ύφος.
Το τρίτο single με τίτλο ‘Good Goodbye’ είχε λίγο από το γνωστό rap του Shinoda με τον Bennington να αναλαμβάνει το hook, καθώς και δύο επιπλέον rappers, τον Αμερικανό Pusha T και τον Βρετανό Stormzy, να αναλαμβάνουν από ένα verse ο καθένας.
Κατά τ’ άλλα ο δίσκος -λάβετε υπ’ όψιν ότι γράφει ένας fan τους που έχει αποδεχθεί με περίσσιο ζήλο τον οποιονδήποτε αισθητικό μετασχηματισμό τους- δεν έχει να προσφέρει πολλά.
Με διαφορά η πιο σύντομη κυκλοφορία τους, τα κομμάτια που καταφέρνουν να προκαλέσουν μια κάποια εντύπωση είναι τα ενδιαφέροντα όσο και παντελώς ανώδυνα ‘Talking To Myself’ και ‘Halfway Right’, για κάποιους ίσως και η ομότιτλη μπαλάντα που βρίσκεται (κοντά) στο τέλος του album.
Ο Shinoda τολμάει και αναλαμβάνει εδώ εξ ολοκλήρου το κομμάτι των lead vocals παραγκωνίζοντας τον Chester σε δεύτερα φωνητικά στα ‘Invisible’ και ‘Sorry For Now’.
Αυτό που αποκομίζει κανείς από τη συγκεκριμένη προσπάθεια είναι ότι, πατώντας τα 40, η Καλιφορνέζικη εξάδα αποφάσισε εν μία νυκτί μάλλον να ξεπετάξει στα γρήγορα πιασάρικες συνθέσεις που θα αποτελέσουν μια ωραιότατη βάση η κάθε μία για ένα μπομπάτο remix από κάποιον αστέρα της EDM (αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν συνεργαστεί δις στο παρελθόν με τον Steve Aoki ενώ στο συγκεκριμένο δίσκο ήταν να συμμετάσχει και ο Martin Garrix), ζηλεύοντας λίγη από τη δόξα των post-2010 Coldplay.
Επίσης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, ακόμα και ο πιο πιστός τους οπαδός, κάποιος που βγήκε αλώβητος από εγχειρήματα τύπου ‘A Thousand Suns’ και ‘Living Things’, είτε θα το πάρει απόφαση ότι οι Linkin Park δεν υφίστανται πλέον όπως τους ξέρουμε ή θα περιμένει υπομονετικά τον επόμενο δίσκο με την ελπίδα να βρίσκεται σε σημείο αντιδιαμετρικό του συγκεκριμένου, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται για τον ήχο ή/και την ευρύτερη αισθητική του. Μέχρι τότε, υπάρχει ακόμα το ‘Meteora’.