Οι Prophets of Rage ήταν το supergroup που απασχόλησε τα media περισσότερο από κάθε άλλο τον τελευταίο καιρό.
Και πώς να μην γίνει αυτό, όταν μέλη των Rage Against The Machine, Public Enemy και Cypress Hill ενώνουν δυνάμεις και πεποιθήσεις με σκοπό να «αντισταθμίσουν» όλο τον «μαλακισμένο», όπως τον αποκάλεσε ο Tom Morello, ντόρο που έχει προκληθεί τη φετινή χρονιά σχετικά με τις προεδρικές εκλογές στις Η.Π.Α.;
Η είδηση της δημιουργίας τους μόνο ενθουσιασμό προκάλεσε πριν μερικούς μήνες στη μουσική κοινότητα και το πρώτο EP τους κυκλοφόρησε πριν μερικές μέρες (19 Αυγούστου) με τίτλο ‘The Party’s Over’, είχε όμως, τελικά, να προσφέρει ένα μόνο νέο κομμάτι, αφού τα υπόλοιπα τέσσερα ήταν διασκευές – και μάλιστα ήδη γνωστές μέσω των ζωντανών τους εμφανίσεων (τρία στα πέντε κομμάτια είναι από live), ενώ άλλο ένα είχε κυκλοφορήσει επίσημα στο YouTube.
Επιστρέψαμε για να δείξουμε στον κόσμο τι σημαίνει να επαναστατείς.
Τι κατάφεραν, όμως, οι Prophets of Rage; Και, εν τέλει, αυτή η επανάσταση που διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία ο Morello ήρθε, έστω και μουσικά;
Αρχικά, το μόνο που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς είναι ότι η μπάντα, έχοντας μιλήσει ανοιχτά κατά του συντηρητικού Donald Trump που είναι υποψήφιος για το χρίσμα, έχοντας τοποθετηθεί για το προβληματικό πολιτικό σύστημα των Η.Π.Α. και έχοντας στηρίξει τα λεγόμενά της με αντισυμβατικές κινήσεις όπως το να παίξει live σε φυλακές, δείχνει τουλάχιστον να προσπαθεί η μουσική της να συμβαδίσει με το γενικότερο attitude που εκπέμπει.
Τώρα, το κατά πόσο είναι σώφρον να τραγουδηθεί λόγου χάρη το “Fuck you I won’t do what you tell me” μέσα σε φυλακές, είναι κάτι που σηκώνει πολλή συζήτηση, ενώ άλλη τόση σηκώνει και το αν ο συγκεκριμένος στίχος θα έπρεπε να επιλεχθεί για την αναφορά αυτής της κίνησης.
Εν πάση περιπτώσει, το βασικό μας θέμα εδώ είναι η μουσική. Αλλά, μιας και μιλάμε για τους συγκεκριμένους, ας θέσουμε το ερώτημα ως εξής: «Έφεραν οι Prophets of Rage την επανάσταση που ήθελαν μέσω της μουσικής τους;».
Η αρχή γίνεται με το ‘Prophets of Rage’ που κυκλοφόρησε ως studio version πριν από αρκετό καιρό. Με τη σειρήνα και τα ντραμς του Brad Wilk (ο οποίος συνεχίζει ακλόνητος σε όλο το EP) να κάνουν την αρχή και να τα διαδέχεται πολλή γκρούβα και άλλη τόση πολλή ενέργεια, το πρώτο κομμάτι σίγουρα κερδίζει τις εντυπώσεις.
Αν και αποτελεί πρακτικά διασκευή του ομώνυμου κομματιού των Public Enemy, είναι μάλλον και το καλύτερο σημείο του EP. Το πρώτο -και μοναδικό- νέο κομμάτι του δίσκου είναι το επόμενο, με τίτλο ‘The Party’s Over’.
Αρκετά ελπιδοφόρο, παρά τα αρκετά προβλήματα στα φωνητικά, αφήνοντας όμως μια καλή αίσθηση στο τέλος του, για να τελειώσει το studio κομμάτι του EP και να ξεκινήσει η κάθοδος.
Τρίτο κομμάτι η ζωντανή διασκευή του ‘Killing In The Name’ και δυστυχώς μόνο η κιθάρα του Tom Morello μένει να μας θυμίζει τον ύμνο των ’90s και της αντισυμβατικότητας. Αν ένας και μοναδικός στίχος μπορεί να περιγράψει ολόκληρο το κομμάτι (“Fuck you I won’t do what you tell me”), εκεί ακριβώς είναι που αποτυγχάνουν οι Chuck D και B-Real, που αδυνατούν έστω να φωνάξουν.
Το project «της καλύτερης επαναστατικής μουσικής που έχει γραφτεί ποτέ», όπως έλεγε ο Tom Morello, φαίνεται να έχει τα πρώτα του προβλήματα, όχι όμως ότι δεν το ξέραμε, μιας και δεν μπορείς να ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο όταν 4/5 κομμάτια είναι στην ουσία διασκευές…
Το ‘Shut Em Down’ που ακολουθεί είναι μια παραλλαγμένη έκδοση του ομώνυμου κομματιού των Public Enemy, αρκετά καλύτερη από την αυθεντική (στα αυτιά ενός fan της rock) και η μπάντα δείχνει να είναι πιο πολύ «στα νερά της», ενώ σίγουρα κρατάμε και το ωραίο σόλο μισού περίπου λεπτού που μας χαρίζει ο Morello κάπου στα 2:35.
Για την ιστορία, όπως έχει δηλώσει ο Chuck D, το κομμάτι μιλάει για τις εταιρείες που εκμεταλλεύονται τη μαύρη κοινότητα αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη απ’ αυτήν, χωρίς εν τέλει να της δίνουν τίποτα πίσω. Σε εκείνες του τις δηλώσεις η εταιρεία που ανέφερε ως παράδειγμα ήταν η Nike.
Το EP φτάνει στο τέλος του και ακούμε το ‘No Sleep Til Cleveland’, μια αλλαγμένη εκδοχή του ‘No Sleep Till Brooklyn’ των Beastie Boys.
Οι φωνές των Chuck D και B-Real δεν συγχρονίζονται, για την ακρίβεια δεν «πατάνε» η μία πάνω στην άλλη, τόσο καλά, αλλά το μπάσο κάνει τη δύσκολη δουλειά, μαζί με άλλο ένα απολαυστικό κιθαριστικό σόλο που ξεκινάει περίπου στα 2:25 και συνεχίζει ακάθεκτο για δύο και πλέον λεπτά, μέχρι να μπει ένα τελευταίο ρεφρέν.
Υποθέτω πως σας έδωσα την εντύπωση ότι το EP δεν ακούγεται, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ενέργεια δεν λείπει, ούτε και εντυπωσιάζει όμως.
Το χειρότερο, μουσικά, κομμάτι είναι το ‘Killing In The Name’ και είναι να απορεί κανείς πώς «επέτρεψαν» να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να μην το άκουσαν, δεν γίνεται να μην μπήκαν στη διαδικασία να προσθέσουν, έστω κι αν αυτό απαιτούσε studio version και πείραγμα, την απαιτούμενη δύναμη στον στίχο που αντικατοπτρίζει περισσότερο το όλο attitude που (θέλουν να;) υποστηρίζουν.
Υπάρχει, όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα στο όλο εγχείρημα. Μαζεύτηκαν μερικοί απ’ τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της επαναστατικής μουσικής των ’90s και το μόνο που έκαναν είναι να παρουσιάσουν ένα EP με τέσσερα στα πέντε κομμάτια να υπάρχουν ήδη, ασχέτως αν σε αυτά έγιναν ορισμένες αλλαγές.
Το project «της πιο επαναστατικής μουσικής που έχει γραφτεί» δεν έγκειται στο γεγονός ότι τα κομμάτια δεν είναι επαναστατικά, αλλά στο γεγονός ότι τα περισσότερα αυτά διανύουν ήδη την τρίτη δεκαετία της ζωής τους.
Τα δεδομένα σαφώς και δεν έχουν αλλάξει από τότε, όταν, όμως, επικαλείσαι ένα σάπιο πολιτικό σύστημα που οδεύει σε -σχεδόν κωμικές- εκλογές μέσα στο έτος, μάλλον επιβάλλεται ένα φρεσκάρισμα, αν θες να κάνεις τη δουλειά σου σωστά.
Και σαφώς και καμία σημασία δεν έχει το αν γίνεται επανάσταση μέσω της μουσικής του EP (αν είναι να φέρει πέντε καλά πράγματα καλοδεχούμενα και επιθυμητά, χωρίς όμως να γίνεται αυτοσκοπός γιατί τότε χάνεται το νόημα), αλλά όταν αυτό πρεσβεύεις, πρέπει κάπως να το υποστηρίξεις.
Ακούστε ολόκληρο τον δίσκο παρακάτω ή μέσω του επίσημου καναλιού της μπάντας στο YouTube.