Septicflesh – Codex Omega
Διθύραμβοι ακούγονται εδώ και χρόνια για την ελληνική ακραία μουσική σκηνή, τόσο από εγχώριες όσο και από εξωτερικές πηγές.
Όχι χωρίς λόγο, αφού σε μεγάλο βαθμό μουσικά σχήματα τα οποία διαπέρασαν τα σύνορα της ελληνικής στενομυαλιάς, ορισμένες φορές με νύχια και με δόντια, κατάφεραν να γοητεύσουν σημαντικές δισκογραφικές του χώρου και να διαπρέψουν κοιτώντας κατάματα τα καθιερωμένα «μεγαθήρια».
Μέχρι να πλησιάσουν εν τέλει και οι ίδιοι την ταμπέλα του «μεγαθήριου».
Κατά παράδοση, δύο είναι τα πιο γνωστά ονόματα του ελληνικού σκληρού, ακραίου ήχου, που γενικά δεν απαιτούν συστάσεις.
Αφενός οι ιδρυτές και πιστοί κοινωνοί του «μεσογειακού black metal», Rotting Christ, αφετέρου οι κύριοι εκπρόσωποι -σε παγκόσμιο επίπεδο- του συμφωνικού death metal, Septicflesh, περί ου ο λόγος εν προκειμένω.
Ακόμα πιο συγκεκριμένα, αφορμή ενθουσιασμού αλλά και ανάλυσης αποτελεί η δέκατη LP δουλειά τους με τίτλο ‘Codex Omega’.
Από τις πιο πολυαναμενόμενες κυκλοφορίες της χρονιάς, ο δίσκος φέρει την υπογραφή ενός καινούριου (έστω και κατά το ¼) line-up, που δείχνει ότι διαθέτει πολλές ιδέες και ακόμα περισσότερη διάθεση διεκπεραίωσης αυτών.
Ο Φώτης Γιαννακόπουλος, aka Fotis Benardo, εγκαταλείπει το drum kit το 2014 μετά τη κυκλοφορία του τελευταίου τους δίσκου ονόματι ‘Titan’, ενώ μαζί του τελειώνει ίσως η πιο παραγωγική και ουσιαστική περίοδος των Septicflesh.
Σίγουρα η πιο αξιοπρεπής (τουλάχιστον) από άποψη drumming, μην ξεχνάμε ότι οι πρώτες κυκλοφορίες της μπάντας είχαν τη συνήθεια να «βαφτίζουν» τα εκάστοτε drum machines (ή οποιαδήποτε άλλη συσκευή drum programming) με ονόματα όπως ‘Jim’ ή ‘Kostas’ – σύμφωνα με φήμες.
Τη θέση του από το 2014 κατέχει ο Kerim ‘Krimh’ Lechner (πρώην Decapitated, μεταξύ άλλων), επομένως η συγκεκριμένη αποτελεί την πρώτη του δισκογραφική συνεισφορά.
Δεύτερος σερί δίσκος από κοινού παραγωγής με Logan Mader (Machine Head), το ‘Codex Omega’ μας «συστήθηκε» με το ‘Dante’s Inferno’.
Αποτελεί αρκετά αντιπροσωπευτικό δείγμα του πνεύματος του δίσκου, με μια ξεκάθαρα τονισμένη επιθετική διάθεση.
Τα ορχηστρικά/χορωδιακά μέρη, αν και αποτελούν αδιαμφισβήτητα σημαντικό κομμάτι του αισθητικού DNA της μπάντας, βρίσκονται ένα σκαλοπάτι πιο κάτω, δίνοντας περισσότερο χώρο στην κιθάρα και στο κατά συνέπεια «μέταλλο» της υπόθεσης να αναδειχθούν.
Μεγάλη ενίσχυση σε αυτή τη «στροφή» η δύναμη που βγάζει πίσω από το drumkit ο νεοσύλλεκτος Krimh, ο οποίος έχει προοπτικές να σταθεί επάξια στο επίπεδο του αποχωρήσαντα Φώτη.
Τα δύο επόμενα singles που κυκλοφόρησαν, ‘3rd Testament’ και ‘Enemy Of Truth’, κυμαίνονται σε παρόμοιες καταστάσεις με το ‘Dante’s Inferno’, δίνοντας μια καλή, αν και όχι ιδιαίτερα ακριβή «περίληψη» του δίσκου.
Το πρώτο πραγματικό αριστούργημα του δίσκου αποτελεί άνευ αμφιβολίας το ‘Portrait of a Headless Man’, το οποίο μάλιστα συνοδεύεται από ένα εξαιρετικά ανατριχιαστικό όσο και ταιριαστό music video.
Ένα από τα highlights της καριέρας τους γενικότερα, αρχίζει με μια νοσηρή εισαγωγή μισού περίπου λεπτού, ενώ θα λέγαμε ότι αποτελεί άμεσο συγγενή του αμέσως επόμενου (και δεύτερου αριστουργήματος) ‘Martyr’, και αυτό με τη δικιά του χαρακτηριστική εισαγωγή ακολουθούμενη από τον απόλυτο μουσικοστιχουργικό χαμό, θα μπορούσε κάλλιστα να λάβει μια πιο «εμπορική» προώθηση.
Ίσως το καλύτερο κομμάτι από το ‘Codex Omega’ να αποτελεί το αυθεντικά χαοτικό ‘Dark Art’, με την πανέμορφη εισαγωγή στο πιάνο και τα πολύ όμορφα καθαρά φωνητικά του Σωτήρη Βαγενά, τα οποία έχουν αρκετά κεντρικό ρόλο στον συγκεκριμένο δίσκο, αποτελούν δε ένα από τα ξεκάθαρα highlights της όλης υπόθεσης.
Σημαντική παρουσία κατέχουν και στα πολύ δυνατά ‘Faceless Queen’ και ‘Our Church below the Sea’, μεταξύ άλλων, συμπληρώνοντας ακόμα μια φορά με χαρακτηριστικά άνετο όσο και απόκοσμο τρόπο τον Seth.
Ενδεχομένως μια αρκετά εριστική άποψη, εμποτισμένη με μικρή δόση αμφιβολίας, το ‘Codex Omega’ εισέρχεται με χαρακτηριστική ορμή στο πάνθεον των κυκλοφοριών των Septicflesh, ενώ διόλου περίεργο το γεγονός να υποστηρίξει κάποιος ότι αποτελεί την πιο δυνατή κυκλοφορία τους.
Άμεσο, επικό, ίσως πιο προσβάσιμο από τον προκάτοχό του, μπαίνει για τα καλά στη δισκοθήκη, όχι μόνο του εκάστοτε λάτρη του συγκεκριμένου ακραίου είδους, αλλά και κάποιου ανοιχτόμυαλου metalhead που αναζητά κάτι που θα τον αποζημιώσει.