Κακά τα ψέματα, όταν οι Red Hot Chili Peppers ανακοινώνουν άλμπουμ κανείς δεν ενδιαφέρεται για το αν έχουν κάνει κάποιο στραβοπάτημα στο παρελθόν, γιατί, πολύ απλά, ακόμα και 30+ χρόνια μετά, εξακολουθούν να είναι top-shelf μπάντα, κρατώντας τον ήχο τους τόσο σύγχρονο, όσο και ποιοτικό.
Η δύσκολη περίοδος που πέρασαν μετά την φυγή του John Frusciante και το -ας πούμε- απογοητευτικό πρώτο εγχείρημά τους χωρίς αυτόν με το ‘I’m With You’ του 2011, είναι κάτι που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Κάπως έτσι, φτάνουμε στο 2016, με τα 5 χρόνια αναμονής να φαίνονται πολλά, περιμένοντας από την μπάντα να δώσει σημεία ζωής ή, αν το θέλετε, αναγέννησης.
Και αυτό είναι κάτι που εν μέρει κατάφεραν, με έναν δίσκο μάλλον λίγο καλύτερο του ‘I’m With You’ – που όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τα διαμάντια του παρελθόντος.
Στο ‘The Getaway’ οι RHCP προσπαθούν να βρουν ξανά τον ήχο τους.
Δουλεύοντας για πρώτη φορά από το 1989 χωρίς τον Rick Rubin στο τιμόνι της παραγωγής, έφεραν τον Danger Mouse στη θέση του και προσέλαβαν το έκτο μέλος των Radiohead, Nigel Godrich, στη μίξη του ήχου.
Το αποτέλεσμα είναι ένας πιο σκοτεινός δίσκος από τα χαρωπά αγόρια της Καλιφόρνια (την οποία τόσο έχουν πολυτραγουδήσει), ένας δίσκος που το νέο μέλος της μπάντας, Josh Klinghoffer, φαίνεται να είναι πιο πολύ στα νερά του, έχοντας αφομοιωθεί πολύ καλύτερα από την μπάντα. Όσο για τους άλλους;
Ο Anthony Kiedis είναι ο ίδιος χαρισματικός frontman, το μπάσο του Flea δεσπόζει ξανά (σε πολλά σημεία χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω για να ακούσουμε τόσο δυνατό ήχο), ενώ ο Chad Smith έχει κι αυτός μερικά πολύ δυνατά σημεία.
Η δημιουργικότητα του παρελθόντος σαφώς και λείπει, αλλά με την πολύτιμη συνδρομή του Danger Mouse σε πέντε κομμάτια, ακούμε μια μπάντα που εμφανώς προσπαθεί να προσθέσει στοιχεία στον ήχο της.
Το πρώτο δείγμα του δίσκου ήρθε με το ‘Dark Necessities’ όπου θα ακούσει κανείς, εκτός από μια πολύ εθιστική μελωδία, και πιάνο. Πολύ καλό είναι και το εναρκτήριο ‘The Getaway’, απόδειξη ότι ο Josh (όπως και στο ‘We Turn Red’) αισθάνεται καλύτερα αλλά και επιβεβαίωση ότι ο Flea εξακολουθεί να είναι το boss της μπάντας, κυριαρχώντας στο κομμάτι, ιδίως στα πρώτα λεπτά.
Ακολουθεί μια απαλή, ίσως και λίγο αδιάφορη, μπαλάντα, ‘The Longest Wave’, ενώ το ‘Goodbye Angels’ ξεκινάει στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά δυναμώνει σταδιακά για μία μίνι “κορύφωση” στον δίσκο.
Ο ήχος γίνεται πιο groovy στο πολύ καλό ‘Sick Love’, στη σύνθεση του οποίου συμμετείχε και ο Elton John.
Η αρχή γίνεται με ολίγα δαιμονισμένα drums, με τον Kiedis να τραγουδάει νοσταλγικά και τον Josh να μας χαρίζει ένα από τα πιο ωραία riffs του δίσκου, αλλά και ένα ωραίο σόλο λίγο μετά τα 2:30.
Λίγη ντίσκο στο ‘Go Robot’ που έρχεται αμέσως μετά, και οι RHCP φαίνεται να «ξυπνάνε», για να ακολουθήσει το -προσωπικά αγαπημένο- ‘Feasting on the Flowers’, όπου έχουμε ένα αρκετά εύθυμο κομμάτι, λίγο πιο κοντά στο σχεδόν πάντα χαρωπό προφίλ των Peppers, με τον Kiedis να αισθάνεσαι πως τραγουδάει χαμογελώντας και παιδιαρίζοντας (επιτέλους ακούμε και τα «Oh yeeeee» του). Συναυλιακό, χαρούμενο, χαλαρωτικό κομμάτι.
Ο δίσκος έχει ανέβει και απόδειξη είναι το επόμενο κομμάτι, ‘Detroit’. Και τι γίνεται όταν ανεβαίνουν οι Peppers; Το μπάσο παίρνει τον πρώτο λόγο και αυτό είναι κάτι ο Flea ξέρει πολύ καλύτερα από μας.
Γι’ αυτό και μας χαρίζει μια απ’ τις καλύτερες μπασογραμμές του δίσκου και το ‘Detroit’ θα ήταν highlight αν δεν “έχανε” λίγο στο ρεφρέν, που μοιάζει λίγο άδειο.
Το highlight δεν αργεί να έρθει όμως, αφού ο Josh δείχνει για άλλη μια φορά πόσο καλύτερα νιώθει πλέον, ξεκινώντας το ‘This Ticonderoga’ με δυνατή κιθάρα και συνεχίζοντας στο ίδιο tempo καθ’ όλη τη διάρκεια, αν εξαιρέσει κανείς τις -υπέροχες- πτώσεις που ακούμε στα ρεφρέν.
Φτάνοντας προς το τέλος του δίσκου, οι τόνοι πέφτουν και η αρχή γίνεται με το υπνωτικό ‘Encore’, στο οποίο τα ντραμς ίσα που ακούγονται, ενώ ο Kiedis δίνει μία απ’ τις πιο φορτισμένες ερμηνείες.
Για να ακολουθήσει το ακόμα πιο στενάχωρο και πολύ ατμοσφαιρικό ‘The Hunter’.
Ο δίσκος κλείνει με το ‘Dreams of a Samurai’, που είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση, ξεκινώντας με πιάνο και ατμοσφαιρικά φωνητικά, για να δώσει τη θέση του σε μια πολύ δυνατή μπασογραμμή και μια πιο hip-hop ερμηνεία, που συνοδεύεται εξαιρετικά από την παραμορφωμένη κιθάρα του Josh.
Κάπως έτσι κλείνει ο 11ος δίσκος των Red Hot Chili Peppers. Ένας δίσκος που σίγουρα δεν συγκαταλέγεται στα μεγάλα επιτεύγματα της μπάντας, αλλά δείχνει μια θέληση εξέλιξης, πειραματισμού και, κυρίως, μια πιο «σκοτεινή» πλευρά τους.
Σίγουρα μετά το άκουσμά του θα νιώσεις ότι ο Kiedis δεν είναι μόνο αυτός που χοροπηδάει στις συναυλίες των Peppers, αλλά ένας λίγο πιο συναισθηματικός και ευαίσθητος τύπος. Όχι βέβαια ότι στο παρελθόν δεν είχαμε άλλα τέτοια δείγματα με τις (εξαιρετικές και άφταστες) μπαλάντες τους.
Τι παραπάνω θα θέλαμε; Ο δίσκος θα ήταν μάλλον καλύτερος άμα αντί για 13 ακούγαμε 10 κομμάτια, παραλείποντας αυτά που περνούν πιο αδιάφορα. Και λίγο περισσότερη κιθάρα, γιατί σε πολλά σημεία αγνοείται.
Μην ξεχνάτε ότι ο Josh ήταν επί χρόνια συνεργάτης των RHCP (είχε παίξει μαζί τους σε μέρος της τελευταίας περιοδείας με τον Frusciante το 2007) και είναι ένας εξαιρετικός μουσικός και χρόνιος συνεργάτης του Frusciante.
Αλλά για όλα αυτά υπάρχει ο επόμενος δίσκος. Κρατάμε την εξέλιξη που δείχνουν στον νέο τους δίσκο, τον νέο τους παραγωγό που έδωσε πνοή ανανέωσης και μερικά πολύ καλά σημεία.