Γράφει ο Βύρων Παπαθανασίου
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άνθισε στη Μεγάλη Βρετανία, μεταξύ άλλων, ένα ιδεολογικό κίνημα νέων, οι λεγόμενοι «Mods». Επικεντρωμένο στη μόδα, επηρεασμένο κυρίως από την ιταλική «φινέτσα» με απλές γραμμές και κοστούμια, το ντύσιμο ήταν ένας δικός τους τρόπος να δείχνουν «έξυπνοι» και να διαχωριστούν από το πώς ζούσαν οι γονείς τους στην τότε κοινωνία (δεν ακολουθεί άρθρο μόδας).
Γενικά, οι Βρετανοί έφηβοι έψαχναν τρόπο να διοχετεύσουν την καταπιεσμένη ενέργεια τους, πράγμα που κορυφώθηκε την μεταπολεμική περίοδο με την μουσική να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό. Οι «Mods» λοιπόν, έδειχναν προτίμηση σε είδη μουσικής όπως η soul, rhythm and blues και σε συγκροτήματα όπως οι Beatles, The Jam, The Rolling Stones, Small Faces, The Who και άλλα παρόμοιου ήχου και στυλ.
Σαν ένα θετικό νεύμα στη συγκεκριμένη υποκουλτούρα και σαν μια αφιέρωση στους επαναστατικούς νεαρούς Βρετανούς, ο κιθαρίστας των τελευταίων που προαναφέρθηκαν, Pete Townshend, όντας ανήσυχο πνεύμα και νέος της συγκεκριμένης εποχής, ανήμερα των εικοστών γενεθλίων του (19 Μαΐου) μέσα σε ένα τρένο, έγραψε το ‘My Generation’.
Το κομμάτι κατατάχθηκε ως ενδέκατο τραγούδι στη λίστα του Rolling Stone με τα 500 καλύτερα όλων των εποχών και δέκατο τρίτο στη λίστα του VH1 με τα 100 καλύτερα τραγούδια του rock n’ roll. Κυκλοφόρησε σε μορφή single, στις 29 Οκτωβρίου του 1965 και έφτασε μέχρι το νούμερο 2 στα Βρετανικά charts (το πιο επιτυχημένο όσον αφορά την κατάταξη, για την μπάντα στην πατρίδα της) δεν βρήκε όμως την ίδια ανταπόκριση και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού φτάνοντας μόνο μέχρι το νούμερο 74 στην Αμερική.
Ο ίδιος ο εμπνευστής του δήλωσε σε συνέντευξη του το 1987, στο περιοδικό Rolling Stone:
Το ‘My Generation’, αφορούσε μια προσπάθεια για να βρεις μια θέση στην κοινωνία. Ήμουν πολύ χαμένος. Η μπάντα ήταν νέα τότε. Υπήρχε η αίσθηση ότι δεν θα κρατήσει για πολύ.
Το χαρακτηριστικό του τραγουδιού είναι το τραύλισμα που κάνει ο τραγουδιστής της μπάντας Roger Daltrey κατά τη διάρκεια των στίχων και είναι πολλές οι ιστορίες γύρω από αυτό. Αρχικά έχουμε την εκδοχή ότι το τραγούδι ξεκίνησε ως ένα αργό «talking blues» χωρίς κανένα τραύλισμα, όμως επηρεασμένος και εμπνευσμένος κατά κάποιο τρόπο από το ‘Stuttering Blues’ του John Lee Hooker, ο Townshend επεξεργάστηκε εκ νέου το κομμάτι και το έφερε στη μορφή που το ξέρουμε.
Άλλη μια ιστορία για το περιβόητο τραύλισμα είναι αυτή που θέλει τη μπάντα να ηχογραφεί κανονικά 2 λήψεις του τραγουδιού και να έχει κάνει πρόταση στον Daltrey για να τραυλίσει ώστε να ακούγεται σαν νέος που έχει πάρει χάπια.
Ένας λόγος ακόμα θα μπορούσε να είναι η ιστορία η οποία θέλει τον Daltrey να μην έχει μελετήσει το τραγούδι πριν την ηχογράφηση και στην προσπάθεια του να «ταιριάξει» τους στίχους πάνω στη μουσική άθελα του τραυλίζει, στη συνέχεια αρέσει στους υπόλοιπους και ένα ατύχημα εν τέλει να οδηγεί σε ένα ωραίο και επιθυμητό αποτέλεσμα.
Το BBC αρχικά αρνήθηκε να παίξει το τραγούδι διότι δεν ήθελε να προσβάλει ανθρώπους που διαθέτουν κάποιο τραύλισμα, στη συνέχεια όμως που το τραγούδι αποτέλεσε μεγάλο hit και γνώρισε την επιτυχία, τα πράγματα άλλαξαν.
Επιπρόσθετα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό που δίνει ιδιαιτερότητα στο τραγούδι είναι το σόλο του μπασίστα, John Entwistle, κάτι το οποίο δεν συνηθιζόταν μέχρι τότε στα μουσικά κομμάτια. Στο κλείσιμο του ‘My Generation’, συναντάμε τη ψυχοσύνθεση, θα μπορούσαμε να πούμε, ενός επαναστατικού σε μορφή ήχου.
Ο Keith Moon χτυπά ότι βρίσκει πάνω στο κιτ των ντραμς του, ο Townshend ανοιγοκλείνει την ένταση των μαγνητών της κιθάρας του (κάτι που βλέπουμε και στο εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου ‘My Generation’, ‘Out in the Street’) και ταυτόχρονα προσπαθεί μαζί με τον Daltrey να καλύψουν φωνητικά ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας έτσι μια χαοτική ηχητικά κατάσταση.
Ακόμα ένα σημείο αναφοράς μέσα στο κομμάτι είναι και η διάσημη ατάκα μέσα στους στίχους «I hope I die before I get old». Ο στίχος αποτελεί κυρίως μία αμφισβήτηση και μία «γροθιά» στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τα πράγματα στην κοινωνία οι μεγαλύτεροι ηλικιακά της εποχής και σύμφωνα με το νεανικό ρεύμα και τρόπο σκέψης αυτό αποτελούσε εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη βελτίωση της, και έπρεπε να προσπεραστεί.
Σαν μια νοητή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο νοοτροπίες, που συνυπήρχαν και κάπως έπρεπε να ξεχωρίσει η μία από την άλλη. Η πρόοδος εξάλλου, έρχεται μέσα από πρωτότυπες ιδέες και καινούριες σκέψεις και όχι μέσα από «ανακυκλωμένες». Είναι ιδεολογικό και όχι ηλικιακό το «ζήτημα» που είχε θέσει ο δημιουργός, ο οποίος, αργότερα, το 1993, στα 48 έτη της ηλικίας του πλέον, δήλωσε για τη συγκεκριμένη ατάκα:
Ο στίχος ήρθε από μία εποχή που ζούσα σε μια πλούσια περιοχή του Λονδίνου, τυχαία. Δεν είχα συνειδητοποιήσει τότε ακριβώς που ζούσα εκείνο τον καιρό. Και δεχόμουν μία περίεργη συμπεριφορά στο δρόμο, με υπεροπτικό τρόπο, και αυτό δεν μου άρεσε.
Δεν μου άρεσε να είμαι αντιμέτωπος με τα λεφτά, το ταξικό σύστημα και την εξουσία. Δεν μου άρεσε να βρίσκομαι σε ένα γωνιακό κατάστημα στη Belgravia και κάποια γυναίκα, με γούνινο παλτό να με σπρώχνει από το δρόμο γιατί απλά ήταν πλουσιότερη. Δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση.
Θα μπορούσα, υποθέτω, να επιμείνω στα δικαιώματα μου και να μην έγραφα το τραγούδι. Αλλά ήμουν ένα μπερδεμένο μικρό παιδί και έτσι έγραψα το τραγούδι.
Ήταν η αντανάκλαση μιας νεολαίας σε ένα λιτό στιχουργικά κομμάτι, απλό και «σερβιρισμένο» από τους The Who με έναν έξυπνο τρόπο. Ο διάσημος κιθαρίστας, πίσω στο μακρινό πλέον 1967, αναφερόμενος στο τραγούδι που έγραψε είπε:
Το μόνο πραγματικά επιτυχημένο κοινωνικό σχόλιο που έχω κάνει ποτέ.
Οι The Who έκαναν κατανοητό σε όλους τι θα ακολουθούσε στη μεγάλη καριέρα τους μιας και το συγκεκριμένο single έχει μία θέση στο πρώτο studio άλμπουμ της μπάντας το οποίο κυκλοφόρησε με την ονομασία (μαντέψτε), ‘My Generation’, το Δεκέμβριο του 1965 και λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1966, ντεμπούταρε και στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον τίτλο ‘The Who Sings My Generation’.