Αφιέρωμα στο Hybrid Theory των Linkin Park
Σε μια εποχή που η mainstream rock/metal μουσική προσπαθούσε να μαζέψει σιγά σιγά τα κομμάτια της, αποκτώντας νέα ταυτότητα, στον απόηχο της grunge, ερχόταν δειλά δειλά η καθιέρωση διαφόρων alternative ιδιωμάτων καθώς και της διαχρονικά διχαστικής nu-metal.
Ιδιαίτερα όσον αφορά τη δεύτερη, album-ορόσημα δεν έλειπαν (βλέπε ‘Blind’ από Korn), όπως δεν έλειπε και το τόσο επίκαιρο τότε hip-hop στοιχείο (βλέπε Limp Bizkit γενικότερα, με αμφιλεγόμενη ποιοτική αξία).
Μερικές φορές όμως, τα σημεία των καιρών συνωμοτούν διαβολικά, έπειτα από χρόνια ζυμώσεων και διάφορων ανακατατάξεων, για να απελευθερώσουν, την κατάλληλη στιγμή, όλη την ηχητική/αισθητική φρεσκάδα που περιμένει ένα ολόκληρο καθ’ όλα ανυποψίαστο κοινό. Ήταν 24 Οκτωβρίου του 2000.
Έναν χρόνο πριν την ενηλικίωση πλέον, το album-ορόσημο των Καλιφορνέζων rockers που τάραξε τα νερά της νέας δισκογραφικής χιλιετίας με το καλημέρα, παραμένει αποστομωτικό και οργισμένο, όπως ακριβώς ήταν και όταν κυκλοφόρησε.
Σχετικά περίπλοκο όσον αφορά τα συστατικά του μέρη αλλά αρκετά εύκολο στο αυτί κατασκεύασμα, παραθέτει ένα συμπαγές ηχητικό σύνολο έχοντας φιλτράρει ποικίλες μα τόσο διαφορετικές μεταξύ τους επιρροές.
Αυτό είναι το ‘Hybrid Theory’, το βάπτισμα πυρός για τους Linkin Park, το οποίο μέχρι σήμερα αποτελεί ίσως την πιο γνωστή (και επιτυχημένη) κυκλοφορία τους.
Όπως ακριβώς η σχετική μουσική σκηνή προσπαθούσε να «μαζέψει τα κομμάτια της» και να ορθοποδήσει εμφατικά, έτσι και η 6μελής μπάντα από το Agoura Hills της California ξεκίνησε χωρίς ξεκάθαρο πλάνο, αλλά με σαφέστατη διάθεση για δημιουργία και πολλή όρεξη να συνοδεύουν τη νεανική τους ορμή.
Με τελείως πρόχειρα μέσα και ηχογραφήσεις σε tapes, ο de facto καλλιτεχνικός (και όχι μόνο) ηγέτης Mike Shinoda κατάφερε να μαζέψει κάποιες αρχικές σκέψεις και να παράξει ένα πρώιμο demo, κάνοντας απόπειρες να προσεγγίσει έτσι συνεργάτες των Incubus και Korn.
Αρχικοί συνοδοιπόροι του, οι συμμαθητές του, Brad Delson και Rob Bourdon, η κιθάρα και τα ντραμς των LP αντίστοιχα. Εν συνεχεία επιστρατεύτηκε ο συμφοιτητής του Joe Hahn στα samples/turntables, ο Dave ‘Phoenix’ Farrell στο μπάσο και ο Mark Wakefield στη φωνή.
Έτσι πραγματοποιείται η γέννηση της μπάντας με (τότε) όνομα Xero.
Όπως σε πολλές περιπτώσεις δημιουργίας κάτι σπουδαίου και πρωτοπόρου, δεν είναι όλα εξ αρχής ρόδινα. Η μπάντα φαίνεται έτοιμη να ξεκινήσει έχοντας ήδη γράψει υλικό, κάτι λείπει όμως.
Η αποχώρηση του Wakefield τους αναγκάζει να βρουν τον αντικαταστάτη του στο πρόσωπο του Chester Bennington – ο πρώτος όμως διατηρεί credit σε 3 κομμάτια του δίσκου.
Το άστατο παρελθόν του όσο και η θρυμματισμένη ψυχοσύνθεσή του, με δίαυλο επικοινωνίας τα κρυστάλλινα, τενόρα φωνητικά του – αλλά και τις απάνθρωπες, ισχυρές κραυγές του όπου χρειάζεται, κατάφεραν να βρουν ιδανικό πάτημα στη μουσική των πέντε bandmates του και να ξεχωρίσει υποδειγματικά στα auditions.
Chester Bennington: 5 κραυγές βγαλμένες από την κόλαση (ή τον παράδεισο)
Η ψυχή και ο συναισθηματικός πυρήνας του συγκροτήματος, κατάφερε –όπως έδειξε η ιστορία- να αγγίξει ο ίδιος προσωπικά εκατομμύρια fans που έψαχναν μια δυνατή φωνή να εκφράσει την απόγνωση καθώς και τις ανάλογες προσκείμενες ανησυχίες.
Ενώ όλα είχαν δρομολογηθεί και οι ηχογραφήσεις ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν, ο μπασίστας Phoenix αποχωρεί -προσωρινά- από την μπάντα για χάρη του χριστιανικού ska συγκροτήματος Tasty Snax, με τα καθήκοντα του μπάσου να προσχωρούνται στις υποχρεώσεις του κιθαρίστα Delson (από κοινού με session μουσικούς).
Ο Shinoda, αποδεικνύοντας με το «καλημέρα» γιατί μέχρι σήμερα συνιστά τον ιθύνοντα νου των LP, φέρνει στο studio τους Dust Brothers, γνωστοί για συνεργασία με τους Beastie Boys και το soundtrack του ‘Fight Club’, να συμβάλουν ηχητικά στο κομμάτι ‘With You’, σε ένα ακόμη δείγμα μουσικής εφευρετικότητας.
Οι Xero μετονομάζονται σε Hybrid Theory και είναι σχεδόν έτοιμοι να κυκλοφορήσουν το πρώτο τους album.
Μόνο που πάλι δεν πάει κάτι καλά, αυτή τη φορά με το όνομα.
Κρίνοντας ότι το «Hybrid Theory» αποτελεί καταλληλότερο όνομα για την πρώτη δισκογραφική απόπειρα, μετονομάζονται ακόμα μία φορά σε Lincoln Park χάριν του ομώνυμου πάρκου στη Santa Monica.
Επειδή χρειαζόντουσαν αποκλειστικότητα σε domain name για το επίσημο site τους, συνειδητοποίησαν ότι μια μικρή παραλλαγή στο όνομα θα τους το εξασφάλιζε: linkinpark.com και Linkin Park αποτέλεσαν την τελική επιλογή.
Ο Shinoda, με σπουδές πάνω στο graphic design, επιμελείται το artwork, ενώ ο Joe Hahn, διακατεχόμενος από σκηνοθετικές βλέψεις από νωρίς ήδη, (συν)σκηνοθετεί τα music videos για τα ‘Papercut’, ‘In The End’ και ‘Points Of Authority’.
Ο δίσκος είναι πλέον έτοιμος για κυκλοφορία…
24/10/2000. Ημερομηνία που μουσικά χαρακτηρίζεται από την κυκλοφορία του ‘Hybrid Theory’.
Δουλειά μισής δεκαετίας για την μπάντα, βρίσκει άμεσα απήχηση, σκαρφαλώνει στα charts με χαρακτηριστική άνεση, λόγω (και) της πολύτιμης βοήθειας του ραδιοφώνου και του MTV.
Το εναλλακτικό nu-metal των Deftones μπολιάζεται με hip-hop πινελιές επηρεασμένες από τους The Roots, μεταξύ πολλών άλλων επιρροών, για να δώσουν εν τέλει ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα.
Γίνονται (με μόλις έναν δίσκο) η μπάντα μιας ολόκληρης γενιάς – πολλοί 20-somethings μέχρι και σήμερα θα σου πουν πως αποτελούν «την πρώτη αγαπημένη τους μπάντα» ή «το γυμνασιακό τους κόλλημα» (που μάλιστα αποτέλεσε εισαγωγή σε πιο εναλλακτικά ακούσματα).
Ποιος εξάλλου δεν «κόλλησε» με τα ‘Runaway’, ‘In The End’ και ‘Crawling’; Ο πλέον ευπώλητος δίσκος της μπάντας, το 2005 έλαβε τη διάκριση «διαμαντένιο» για πωλήσεις άνω των 10 εκατομμυρίων αντιτύπων στις Η.Π.Α., ενώ παγκοσμίως ο αριθμός ξεπερνά τα 30 εκατομμύρια.
Στις 14 Ιουνίου του 2014, στο Download Festival, η μπάντα έπαιξε για πρώτη φορά (μετά από χρόνια) τον δίσκο στην πληρότητά του.
Λόγω του πρόσφατου, θλιβερού συμβάντος του θανάτου του Chester Bennington, ο δίσκος επανεμφανίστηκε στα charts των iTunes και Amazon, κατακτώντας την κορυφή.
Αυτό το γλυκόπικρο ρεκόρ δεν θα βοηθήσει να ξεπεράσει κάθε fan τη συγκεκριμένη απώλεια, θα του θυμίζει όμως ότι αποτέλεσε το πρώτο βήμα (και για πολλούς τον ακρογωνιαίο λίθο) αυτής της ιλιγγιώδους καριέρας, για τον ίδιο και για την μπάντα γενικότερα.
Για το τέλος κρατήσαμε τη συγκλονιστική ερμηνεία του ‘Crawling’, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του frontman, τον επίσης εκλιπόντα Chris Cornell.