Πριν περίπου δύο μήνες, οι Mogwai, μας παρουσίασαν το ένατο studio album τους με τίτλο ‘Every Country’s Sun’. Η επιστροφή στα δισκογραφικά με την «παραδοσιακή» έννοια, αφού μετά το ‘Rave Tapes’ (2014) η μπάντα είχε κυκλοφορήσει δύο εξαιρετικά soundtracks, έγινε κατά γενική ομολογία με πολύ δυναμικό τρόπο. Μετά, λοιπόν, τις αλλαγές στο line-up, καθώς το 2015 αποχώρησε ο βασικός κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος John Cummings, πολλοί περίμεναν πως το νέο αυτό άλμπουμ δεν θα έχει τίποτα από την αίγλη των πρώτων 7 δίσκων, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η κυκλοφορία του 2014 δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα τους fans των Mogwai. Οι Σκωτσέζοι post-rockers όμως, με την νέα τους αυτή κυκλοφορία εξήγησαν στο κοινό τον λόγο για τον οποίο είναι η πιο γνωστή μπάντα του είδους.
Οι πιθανότεροι λόγοι για τους οποίους το ‘Every Country’s Sun’ κατέληξε ως ένα εντυπωσιακό εγχείρημα των Mogwai είναι αρχικά το γεγονός ότι ο Dominic Aitchison (μπάσο και κιθάρα) είχε πιο ενεργό ρόλο στις συνθέσεις και δεύτερον το ότι η μπάντα συνεργάστηκε και πάλι με τον Dave Fridmann. Ο Dave Fridmann ήταν ο παραγωγός της μπάντας στους δίσκους ‘Come On Die Young’ (1999) και ‘Rock Action’ (2001) και, σύμφωνα με τον Aitchison, ο τρόπος με τον οποίο δούλεψαν μαζί του αυτή τη φορά βοήθησε την μπάντα να επικεντρωθεί 100% στην μουσική της.
Το ατμοσφαιρικό εναρκτήριο ‘Coolverine’ ήταν το πρώτο δείγμα που μας έδωσε η μπάντα για τον δίσκο και είναι αναμφισβήτητα ένας πολύ αξιόλογος πρόλογος. Το ‘Party in the Dark’, αποτελεί το βασικό highlight του ‘Every Country’s Sun’ λόγω της ύπαρξης φωνητικών και της «pop» διάθεσής του. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με ένα τραγούδι φανερά επηρεασμένο από την post-punk των ’80s με το μπάσο να μας θυμίζει Peter Hooke.
Σε πολλά σημεία του δίσκου μπορούμε να παρατηρήσουμε πως οι Mogwai έχουν υιοθετήσει ένα πιο dreamy ύφος στις ήδη ατμοσφαιρικές τους συνθέσεις, κομμάτια όπως το ‘Brain Sweeties’ ή τα πιο «μυστηριακά» ‘aka 47’ και ‘1000 Foot Face’ που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από δυστοπικά φιλμ του David Lynch.
Το ‘Don’t Believe the Fife’, δείχνει να είναι ένα από τα λιγότερο ηλεκτρικά κομμάτια του άλμπουμ με την επαναλαμβανόμενη minimal μελωδία στην αρχή να χτίζει περίτεχνα το σασπένς για την έκρηξη που πρόκειται να συμβεί περίπου στο τέταρτο λεπτό.
Η «noise» πλευρά της μπάντας εκφράζεται μέσω των ‘Battered At a Scramble’ και ‘Old Poisons’ με τους post-rockers να μας αποδεικνύουν πως τα καταφέρνουν εξαιρετικά και σε πιο γκρουβάτα riffs.
Με το ‘Every Country’s Sun’, οι Mogwai, μας έδειξαν μια πιο «ηλεκτρισμένη» πτυχή της μουσικής τους, μπόρεσαν να εντάξουν στην «ευγένεια» του post-rock πιο τραχιές και επιθετικές μελωδίες. Εξέφρασαν με έναν εξαιρετικό τρόπο τις μουσικές τους καταβολές και επιρροές, σε έναν δίσκο που φαίνεται να είναι ένα από τους πιο ανεπιτήδευτους και άμεσους που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια.