Ταινίες. Σειρές. Παιχνίδια. Μουσική.
Στην εποχή του Internet, του streaming, του downloading, οτιδήποτε μπορεί να ψηφιοποιηθεί, μπορεί και να βρεθεί, νόμιμα ή παράνομα, με μερικά κλικ. Το θέαμα, η ψυχαγωγία και η τέχνη μπορεί να στηρίζονται ακόμα σε αρχές δεκαετιών, αν όχι αιώνων, αλλά η συνολική εικόνα των βιομηχανιών αυτών δεν βρίσκει όμοιά της στα βάθη του χρόνου. Ο 21ος αιώνας είναι φαινομενικά μια περίοδος που σε πολλά πράγματα δεν έχει προηγούμενο.
Για τη μουσική ειδικά, το τοπίο που έχει δημιουργηθεί είναι αρκετά θολό. Από τα torrents και το YouTube μέχρι τo iTunes και το Spotify, ο τρόπος που η μουσική προωθείται και διατίθεται διεγείρει διαρκώς ερωτήματα νομιμότητας, κόστους και ηθικής, με την πρόσβαση σε νέες κυκλοφορίες και τραγούδια να είναι ευκολότερη από ποτέ, αλλά και την κριτική των διαθέσιμων συστημάτων να είναι εξίσου έντονη.
Είναι όμως τόσο διαφορετική η σύγχρονη εποχή για τη μουσική; Είναι όντως τόσο παράξενη η κατάσταση, τόσο άνευ προηγουμένου; Ή μήπως βλέπουμε το ίδιο έργο, απλά με τους χαρακτήρες να έχουν αλλάξει όνομα; Και τι έχουν να κερδίσουν και να χάσουν καλλιτέχνες και ακροατές, σε αυτό το γνωστό ή άγνωστο κόσμο;
Ας αρχίσουμε με μια ματιά στο παρελθόν. Στις δεκαετίες του ’60, του ’70, του ’80. Όταν, για τη συντριπτική πλειοψηφία των συγκροτημάτων, τα πάντα εξαρτώνταν από τη δισκογραφική.
Ο κάθε καλλιτέχνης επιδίωκε ένα συμβόλαιο που να του εξασφάλιζε τη δυνατότητα πρόσβασης σε στούντιο, προσπαθώντας παράλληλα να μην τον περιορίζει το ίδιο αυτό συμβόλαιο στον ήχο και στην εικόνα που ήθελε να προβάλει και ελπίζοντας ότι η εταιρεία στην οποία είχε υπογράψει θα προωθούσε το δίσκο σωστά. Εξαιρέσεις υπήρχαν, με ανεξάρτητες κυκλοφορίες ή μπάντες που έγιναν πολύ γρήγορα πολύ μεγάλες και απέκτησαν τον πρώτο λόγο στην εικόνα και την προώθηση του υλικού τους, αλλά το μεγαλύτερο μέρος λειτουργούσε με παρεμφερείς τρόπους.
Η πραγματοποίηση των επιδιώξεων προφανώς δύσκολη. Ζωντανές εμφανίσεις σε μικρά κλαμπ, κακογραμμένα demos σε κασέτες που πέρναγαν από χέρι σε χέρι, φήμες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, η προσδοκία ότι κάποιο μεγάλο όνομα θα μάθαινε γι’αυτούς και θα τους έδινε την ευκαιρία που έψαχναν, αυτά ήταν τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους τα περισσότερα σχήματα. Οι τυχεροί προχωρούσαν. Οι άτυχοι έσβηναν.
Μετά το συμβόλαιο, η πολυπόθητη προώθηση και διαφήμιση. Το ραδιόφωνο προφανώς σε πρωταγωνιστικό ρόλο, με μουσικά έντυπα να αρχίζουν να κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους, και τελικά το MTV to 1981 να δίνει νέο ορισμό στο mainstream. Και φυσικά οι ίδιοι οι δίσκοι, το κλασικό βινύλιο, οι βιτρίνες των δισκοπωλείων. Όσος περισσότερος χρόνος στο ραδιόφωνο, τόσο πιο περίοπτη η θέση στα ράφια. Όσο πιο περίοπτη η θέση στα ράφια, τόσο μεγαλύτερες οι απαιτήσεις του κοινού για περισσότερο χρόνο στο ραδιόφωνο. Και αν το σήκωνε η τσέπη, μια περιοδεία, μεγαλύτερη ή μικρότερη, να ακούσει ο κόσμος τα τραγούδια και να πάει προς το δισκάδικο μετά.
Πώς άκουγε λοιπόν ο μέσος ακροατής τα αγαπημένα του τραγούδια; Το ραδιόφωνο δεν παίζει πάντα τις προτιμήσεις, οπότε η λύση ήταν μάλλον προφανής… η αγορά του επιθυμητού δίσκου. Ανάλογα με τη χώρα, τις τιμές, τη διαθεσιμότητα. Η πειρατεία δεν είναι πρόσφατη εφεύρεση, και περιπτώσεις αντιγραφής δίσκων σε κασέτες, ακόμα και από ιδιοκτήτες δισκάδικων, σαφώς δεν έλειπαν. Ανά τοποθεσίες συνηθισμένη πρακτική, αλλού πάλι ουσιαστικά άγνωστη, αλλά τελικά υπαρκτή. Home Taping Is Killing Music… And It’s Illegal, για όσους δεν γνωρίζουν.
Η δεκαετία του ’90 και το CD είδε αντίστοιχα σκηνικά. Όντας μικρότερο και πρακτικότερο από τους δίσκους βινυλίου, μακράν ποιοτικότερο της κασέτας και επίσης πολύ πιο ανθεκτικό, το CD ουσιαστικά αναγέννησε τη μουσική βιομηχανία, φέρνοντας πίσω παλιούς δίσκους και αποτελώντας την πρώτη επιλογή ως μέσο ηχογράφησης για νέους.
Πολύ ευκολότερο στη μεταφορά και αποθήκευση, επέτρεψε στα δισκοπωλεία μεγαλύτερη ελευθερία και ποικιλία στην προσφορά, και στο κοινό ένα καλύτερο μέσο για τα καθημερινά ακούσματα στο δρόμο ή στη δουλειά από την κασέτα. Και ένα επιπλέον μέσο αντιγραφής βέβαια. Αλλά τίποτα που να δημιουργήσει τριγμούς στην αγορά.
Και μετά το μεγάλο μπαμ που έφερε ο νέος αιώνας. Το Internet.
Η έννοια της διάθεσης άλλαξε ριζικά. Ουσιαστικά ήρθη κάθε περιορισμός στην εύρεση και απόκτηση δίσκων και κομματιών. Χαμηλό ως μηδενικό κόστος, τεράστια γκάμα και ποικιλία επιλογών, και ακόμα και το περπάτημα μέχρι το δισκάδικο ή η ανάγκη για δισκοθήκη έγιναν παρελθόν. Τα CD είδαν πτώση στις πωλήσεις τους, τα δισκοπωλεία άρχισαν να μειώνονται, η φιλοσοφία του ακροατή άλλαξε. Και το πέρασμα του χρόνου απλά ενισχύει τις παραπάνω τάσεις.
Η κάθε εποχή έχει κάποια μορφή πειρατείας λοιπόν. Αρκεί για να μιλήσει κανείς για την ίδια ουσιαστικά κατάσταση;
Παρά τις βαριές δηλώσεις όπως η προηγούμενη περί κασέτας, οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 δεν ήταν κακή περίοδος για τη μουσική βιομηχανία. Κάθε άλλο. Με τις τιμές των βινυλίων, ειδικά στην Αμερική, να είναι αρκετά χαμηλές, ο κόσμος έχτιζε δισκοθήκες και η αγορά ευημερούσε. Σε κάποιες χώρες η κατάσταση ήταν σαφώς χειρότερη (η κασέτα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα του ’80, για παράδειγμα), αλλά ως σύνολο το σύστημα προχωρούσε, με τις πωλήσεις δίσκων να είναι η κινητήρια δύναμή του.
Όσο για τη δεκαετία του ’90, αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμα και περίοδος ανάκαμψης μέχρι ένα βαθμό. Αν υπήρχαν αμφιβολίες ή προβλήματα, αν η αγορά φαινόταν ότι άρχιζε να πατάει φρένο, το CD φρόντισε να την ξαναβάλει στο σωστό δρόμο, ίσως με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα από πριν.
Στη στροφή του αιώνα είναι που αρχίζει να φαίνεται ότι όντως αντιμετωπίζουμε μια άνευ προηγουμένου υπόθεση. Η δύναμη που δίνει το Internet είναι τεράστια, και δεν κάνει διακρίσεις ως προς τα άτομα. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια σύνδεση και η δυνατότητα διατήρησής της. Μετά από αυτό, ανεξαρτήτως χώρας, οικονομικής κατάστασης, διαθεσιμότητας δίσκων και ποιότητας στερεοφωνικού, σχεδόν τα πάντα είναι δυνατά.
Από μόνη της, αυτή η δύναμη δεν είναι υποχρεωτικά καταστροφική. Όπως οι κασέτες κάποτε, δίνει τη δυνατότητα σε περισσότερο κόσμο να έρθει σε επαφή με διάφορους καλλιτέχνες, εξισορροπώντας ως ένα βαθμό τα χαμένα έσοδα από την πειρατεία. Δίνει επίσης σε περισσότερους νέους καλλιτέχνες μια δίοδο ανάδειξης, μια ευκαιρία να ακουστούν. Στο κάτω-κάτω, η μουσική είναι τέχνη, και η τέχνη είναι για όλους…
Κάπου εδώ όμως μπαίνει η προαναφερθείσα αλλαγή στη φιλοσοφία του ακροατή.
Η εύκολη και ευρεία διαθεσιμότητα της μουσικής έχει οδηγήσει και εξακολουθεί να οδηγεί σε μια κουλτούρα απομακρυσμένη από την αγορά δίσκων. Δεν είναι πλέον μόνο ζήτημα κόστους, είναι και θέμα ευκολίας. Είκοσι CD με 300€, που χρειάζονται κανά δυο ράφια για να τοποθετηθούν, και από τα οποία τα μισά θα ακουστούν μια φορά το χρόνο, ή διακόσιοι φάκελοι με αρχεία mp3, δωρεάν, σε κανά δυο φλασάκια;
Ο κόσμος του 21ου αιώνα δεν αγοράζει μουσική. Δεν είναι στις προτεραιότητές του, δεν είναι καν δεύτερη ή τρίτη σκέψη για πολλούς. Απλά δε συμβαίνει. Σύμφωνοι, υπάρχουν κάποιοι που το κάνουν ακόμα, υπάρχουν και αυτοί για τους οποίους η εικόνα μιας συλλογής δίσκων, η κατοχή του εξωφύλλου και του booklet, είναι εξίσου σημαντικά με τη μουσική, αλλά ειδικά η νεότερη γενιά, από την οποία πολλοί δεν θυμούνται ή δεν έχουν ζήσει εποχή χωρίς YouTube, πρακτικά δεν μπορεί να διανοηθεί ότι θα ξεκινήσει τη δημιουργία δισκοθήκης.
Προσωπικά, μάλλον δεν έχω πολύ λιγότερους δίσκους απ’ότι είχε ο πατέρας μου στην ηλικία μου – και ο πατέρας μου είχε ξεκινήσει να αγοράζει δίσκους απ΄το γυμνάσιο – αλλά είμαι κάτοχος μόνο δύο CD. Και το ένα είναι δώρο. Όλοι οι υπόλοιποι δίσκοι μου είναι αρχεία σε σκληρούς δίσκους και κινητά. Και δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος.
Η βιομηχανία προφανώς προσαρμόζεται σε αυτήν την κατάσταση, ή τουλάχιστον προσπαθεί. Η ψηφιακή εποχή απαιτεί διαφορετικές πρακτικές, και στην προώθηση και στη διάθεση. Ο κόσμος ακούει σαφώς λιγότερο ραδιόφωνο, οπότε το Internet είναι ο καλύτερος τρόπος για να κυκλοφορήσουν καινούργια τραγούδια και δίσκοι, καθώς και για να πουληθούν. Η αγορά ενός ψηφιακού αντιγράφου, η διαδικτυακή παραγγελία του φυσικού ή η συνδρομή σε υπηρεσίες όπως το Spotify είναι σαφώς πιθανότερη για κάποιον απ’το να αρχίσει να κυνηγά το CD από δισκάδικο σε δισκάδικο.
Παράλληλα, έχουμε περισσότερες κινήσεις περιορισμού αυτού του ρεύματος. Αλλαγές στη νομοθεσία, μηνύσεις, το «κατέβασμα» και η απαγόρευση ανάρτησης των κομματιών τους από διάφορους καλλιτέχνες ή εταιρείες. Κάποιες από αυτές τις κινήσεις έχουν αποτέλεσμα. Άλλες απλά κάνουν μια τρύπα στο νερό.
Δεν είναι πλέον μια περίοδος αναζήτησης δισκογραφικής, ραδιοφωνικού χρόνου και δισκάδικων. Το Internet παίζει με διαφορετικούς κανόνες.
Η σύγχρονη πραγματικότητα λοιπόν έχει ξεφύγει αρκετά από τις συνήθειες του παρελθόντος. Ποιοι είναι οι νικητές και οι χαμένοι της υπόθεσης όμως;
Ειλικρινά, είναι λίγο δύσκολο να μιλήσει κανείς για νικητές. Η πιο πιθανή περίπτωση είναι μάλλον αυτή των μικρότερων ή νεότερων σχημάτων. Με το Internet να τους δίνει δυνατότητες προβολής που οι μπάντες που ξεκίναγαν πριν από σαράντα χρόνια ούτε στα όνειρά τους δεν έβλεπαν, θεωρητικά το κοινό ενός νέου συγκροτήματος είναι τεράστιο. Πρακτικά βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Η ανάρτηση ενός κομματιού στο YouTube δεν σημαίνει αυτόματα την ακρόασή του, και με το τεράστιο πλήθος διαθέσιμων ακουσμάτων καταλήγει μάλλον απίθανη. Ωστόσο, είναι ένας ευκολότερος και φτηνότερος τρόπος προώθησης υλικού, και από τους πιο αποτελεσματικούς σε μια εποχή που ο υπολογιστής είναι το πλέον προσφιλές εργαλείο του πληθυσμού.
Στους χαμένους συγκαταλέγονται οι «μεσαίου μεγέθους» καλλιτέχνες. Αυτοί που έχουν αφοσιωμένους οπαδούς, που θέλουν να γίνουν μεγαλύτεροι, που θέλουν να ζήσουν από τη μουσική. Αυτοί που είναι γνωστοί σε αρκετούς, αλλά αποτελούν ευκαιριακό άκουσμα για τους μη φανατικούς, ακριβώς το είδος που θα χρησιμοποιήσει κάποιος το YouTube για να ακούσει. Έναν ή δύο δίσκους, όποτε έρθει η διάθεση, και τίποτα άλλο.
Όσο για τους μεγάλους του χώρου, αυτοί είναι που επηρεάζονται λιγότερο. Ανάλογα με τις πρακτικές τους μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κατάσταση υπέρ τους, ή να χάσουν από αυτήν. Κάποιοι χτυπάνε ανελέητα, συχνά με μοναδικό αποτέλεσμα την αντιπάθεια και απομάκρυνση του κοινού. Άλλοι, στο πνεύμα της εποχής, διαθέτουν μόνοι τους το υλικό τους δωρεάν, ποντάροντας στο ότι θα μεγαλώσει το κοινό τους και τελικά τις πωλήσεις τους, κάνοντάς τους παράλληλα δημοφιλέστερους στη νέα γενιά, πολλοί από τους οποίους, όπως είπαμε νωρίτερα, ουδεμία διάθεση θα είχαν να τους ακούσουν αν δεν μπορούσαν να τους βρουν κάπου στο Internet.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα και για τις δύο πρακτικές είναι οι Metallica. Στις αρχές του 2000 το συγκρότημα σχεδόν κατέστρεψε το Napster, τότε στην άνθησή του, μια κίνηση που μέχρι και σήμερα σχολιάζεται αρνητικά από πολύ κόσμο, δικαίως ή αδίκως. Εν έτει 2016, το ‘Hardwired… to Self-Destruct’ ανέβαινε τραγούδι-τραγούδι στο YouTube από την ίδια την μπάντα. Βλέποντας τη γιγάντωση του φαινομένου που είχαν αρχικά επιχειρήσει να σταματήσουν, τελικά έγιναν μέρος του.
Γιατί και η αντιμετώπιση του κόσμου στο όλο φαινόμενο είναι παράγοντας. Είναι φυσιολογικό για κάποιον να βρίσκει καινούργια μουσική δωρεάν στο Internet, είτε αγοράσει τελικά το δίσκο που του άρεσε είτε όχι. Και η εμφάνιση περιορισμών σε αυτήν την ελευθερία, ακόμα και αν νομικά ίσως είναι δικαιολογημένοι, δεν αρέσει σε κανέναν. Οι αντιλήψεις αλλάζουν.
Και μέσα σε όλα αυτά έχουμε και ζημιά στην ίδια τη μουσική. Όταν μεγάλα ονόματα του χώρου, κλασικά τραγούδια και δίσκοι από καλλιτέχνες σαν τους Beatles ή τον Jimi Hendrix δεν είναι διαθέσιμα, κομμάτι της νέας διαδικτυακής εποχής, δυστυχώς καταλήγουν να είναι παράπλευρη απώλεια.
Ο ακροατής του σήμερα, που μπορεί να ακούσει ή να διαβάσει γι’αυτούς, δεν θα ενδιαφερθεί να αγοράσει τους δίσκους, τουλάχιστον όχι χωρίς να έχει πρώτα μια ιδέα για τον ήχο, ιδέα που δεν θα αποκτήσει γιατί ο εύκολος, δωρεάν δρόμος που έχει συνηθίσει είναι κλειστός. Κάποιοι κατεφεύγουν σε παλιές συλλογές βινυλίων γονιών και συγγενών. Άλλοι απλά ανασηκώνουν τους ώμους και το ξεχνάνε. Έτσι παραμένουν άγνωστα στη νέα γενιά τα διαμάντια του παρελθόντος.
Η μάχη των πνευματικών δικαιωμάτων, στο όνομα της ελεύθερης διάθεσης και της διευκόλυνσης από τη μία πλευρά, στο όνομα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας από την άλλη. Και τελικά μάλλον χάνουμε όλοι.
Δεν πρόκειται να υποστηρίξω ότι δεν υπάρχει παραβίαση της νομοθεσίας, ότι δεν υπάρχει ζημιά για πολλούς καλλιτέχνες, ότι όλα είναι απληστία των εταιρειών. Θα ήμουν υπερβολικός. Αλλά ούτε το αντίθετο μπορώ να κάνω.
Πέραν του ότι έχω ακούσει εκατοντάδες δίσκους χωρίς να έχω πληρώσει δεκάρα, κάτι που θα έκανε μια τέτοια στάση αρκετά υποκριτική, δεν το πιστεύω κιόλας. Ποτέ η μουσική δεν ήταν τόσο εύκολο να βρεθεί και να ακουστεί, να εκτιμηθεί από τον κόσμο. Δεν μετανιώνω που άκουσα «πειρατικά» υποτιμημένα ονόματα του χτες, σχεδόν άγνωστα σήμερα. Δεν θα μπορούσα να τα έχω ακούσει αλλιώς. Και η πιο ενημερωμένη συλλογή δεν είναι δυνατό να διαθέτει τον όγκο του διαδικτύου.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το Internet είναι η βάση της μουσικής πλέον, και η απόρριψή του ή ο εκτεταμένος περιορισμός του δεν πρόκειται να σώσει τη βιομηχανία. Το πιθανότερο είναι ότι θα την κατακρημνίσει. Αλλά ούτε και η συνέχεια στον ίδιο δρόμο είναι λύση. Η πτώση θα είναι πιο αργή έτσι, αλλά σταδιακά θα συμβεί, ειδικά για τους καλλιτέχνες που έχουν μικρότερο κοινό και δεν παίζουν… ‘Despacito’.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Νομικά και ηθικά, η κατάσταση είναι ασαφής. Το τι συνιστά παραβίαση και τι απλά διάθεση και προώθηση τέχνης είναι δύσκολο να κριθεί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις δεν είναι μόνο θετικές ή αρνητικές.
Ιδανικά, οι λύσεις που θα δρομολογηθούν θα κρατήσουν μόνο τα θετικά. Η ευκολία πρόσβασης στη μουσική και η προβολή για όλους αποτελούν τεράστια πλεονεκτήματα, μια άνευ προηγουμένου δυνατότητα διεύρυνσης των καλλιτεχνικών οριζόντων για τους απανταχού ακροατές και την ανάδειξη νέων μουσικών. Και αυτή η δυνατότητα πρέπει να υποστηριχθεί. Το Internet είναι η επόμενη μέρα της μουσικής βιομηχανίας.
Ίσως η καλύτερη λύση να είναι μια σταδιακή μετάβαση σε μοντέλα τύπου Spotify. Καλώς ή κακώς, ο κόσμος δεν διατίθεται να ξοδέψει μεγάλα ποσά για μουσική, ειδικά παλιότερη. Μικρές συνδρομές από πολλούς πιθανότατα θα αποφέρουν μεγαλύτερα έσοδα απ’ότι η αγορά ακριβότερων, αλλά πολύ λίγων δίσκων.
Ταυτόχρονα, με την είσοδό τους σε τέτοιες πλατφόρμες, νέοι καλλιτέχνες θα έχουν τη δυνατότητα να αναδειχθούν, ενώ οι μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος δεν θα χαθούν. Και η αγορά θα συνεχίσει να κινείται.
Άγνωστο σε τι ρυθμούς θα κινείται βέβαια. Υπάρχουν ισορροπίες που πρέπει να βρεθούν, ποσοστά που πρέπει να αποφασιστούν, συμφωνίες που πρέπει να κλείσουν. Καμία μετάβαση δεν είναι εύκολη.
Αυτό που ποτέ δεν θα έχει αποτέλεσμα είναι η αντιμετώπιση του όλου φαινομένου σαν παράνομη δραστηριότητα και η προσπάθεια πάταξής του. Το Internet δεν περιορίζεται, ούτε η πειρατεία εξαλείφεται. Οι μέχρι τώρα προσπάθειες για οτιδήποτε από τα δύο έχουν αποδειχθεί μάταιες, και σκληρότεροι περιορισμοί θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε μείωση της ελευθερίας της πληροφορίας, σε μια εποχή που ορίζεται από αυτήν την ελευθερία. Και κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει ανεκτό από το ευρύ κοινό.
Η λύση βρίσκεται σε συμβιβαστικές πρακτικές, όχι σε ένα νομικό πόλεμο καταδικασμένο σε αποτυχία. Αν η μουσική βιομηχανία θέλει να επιβιώσει, πρέπει να κινηθεί με μαζί με τις εποχές. Αλλά και αν το κοινό θέλει να συνεχίσει να απολαμβάνει τα οφέλη που προσφέρει το Internet, πρέπει να είναι έτοιμο να κάνει μερικές θυσίες.
Σαφής απάντηση είναι δύσκολο να βρεθεί. Απόψεις όμως υπάρχουν αρκετές. Και αυτό το κείμενο δεν είναι παρά μία ακόμα άποψη. Μην το δείτε ως απόλυτη στάση, ως αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Δείτε το απλά ως τροφή για σκέψη.