Oppenheimer – Οι εντυπώσεις μας από την ταινία
O Cristopher Nolan επέστρεψε. Τρία χρόνια μετά το φιλόδοξο, αλλά άστοχο ‘Tenet’, επανέρχεται στις σκοτεινές αίθουσες, όχι τόσο ως η μεγάλη ελπίδα του σινεμά για να σωθεί από την πανδημία, αλλά, περισσότερο θα λέγαμε, για να καθαρίσει το δικό του όνομα από όσους τον αμφισβήτησαν τα τελευταία χρόνια.
Το ‘Tenet’ άλλωστε έδωσε αρκετό υλικό στους ενάντιούς του και όχι άδικα, μιας και μιλάμε για μια ταινία που πάτησε πάνω σε όλες τις κακές συνήθειες του Βρετανού σκηνοθέτη. Είπαμε, φιλόδοξο, αλλά άστοχο. Η φιλοδοξία, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν αποτέλεσε πρόβλημα για τον Nolan. Έτσι, για το επόμενο project του, επέλεξε να ασχοληθεί με τον J. Robert Oppenheimer.
Την Πέμπτη 24/8, η ταινία ήρθε και στα μέρη μας, ήδη άκρως επιτυχημένη από το άνοιγμά της στην Αμερική και σχεδόν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ήδη το μεγάλο φαβορί για ένα σωρό Όσκαρ, ήδη ψηλά στις λίστες πολλών ως η καλύτερη, ή έστω, μία από τις καλύτερες ταινίες του Nolan.
Ο ίδιος δηλώνει πως πρόθεσή του δεν ήταν να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Oppenheimer. Αυτό που έφτιαξε, είναι ένα τρίωρο, βαρύ δράμα για το μεγαλύτερο επίτευγμα και το σπουδαιότερο λάθος της ζωής ενός ανθρώπου.
Ξεκινώντας την ταινία από 2-3 διαφορετικές αφετηρίες, κάποιες πριν, κάποιες μετά, άλλες έγχρωμες, άλλες ασπρόμαυρες, συνθέτει, σιγά-σιγά το μωσαϊκό μιας ολόκληρης ζωής από τα άγαρμπα ξεκινήματα, μέχρι τις μεγάλες μετάνοιες της μετέπειτα ζωής του, όταν κατάλαβε πως η φωτιά που έφερε στον Άνθρωπο μπορεί να τον κάψει ολοσχερώς.
Να είμαι ειλικρινής, κατά την πρώτη ώρα της ταινίας υπήρξε μια μικρή ανησυχία για το εγχείρημα του Nolan. Έχουμε δει ένα σωρό biopics τα οποία, στην προσπάθειά τους να χωρέσουν πράγματα και καταστάσεις, καταλήγουν να είναι μια οπτικοποιημένη μορφή των βασικών παραγράφων από μία wiki σελίδα του εκάστοτε ατόμου.
Κάπως έτσι κι εδώ, με φρενήρη ρυθμό, το ‘Oppenheimer’ επιχειρεί να γεμίσει όσες περισσότερες γνωστικές τρύπες γίνεται, με ασταμάτητους διαλόγους, δεκάδες ονόματα και γεγονότα και μια αφήγηση επιμελώς μπερδεμένη, που χωρίζεται στην κούρσα για την δημιουργία της ατομικής βόμβας και στην διαπόμπευση του κάποια χρόνια αργότερα, με τον ρόλο του Κακού εδώ να παίρνει ο εξαιρετικός Robert Downey Jr.
Η ταινία δε σταματά ποτέ πραγματικά να είναι ανελέητη στην πληροφορία που σου πετάει, αλλά σίγουρα κάπως πατάει φρένο όταν χτίζει την πόλη στο Los Alamos, με μια αόρατη αντίστροφη μέτρηση να ξεκινά, που φτάνει στο 0 με μια σκηνή πραγματικού κινηματογραφικού θαυμασμού και την καλύτερη χρήση της απουσίας ήχου στα σύγχρονα μπλοκμπάστερ μετά το Star Wars: The Last Jedi.
Και ίσως αυτό να είναι και το σημαντικότερο ατόπημα του Nolan, καθώς είναι ομολογουμένως δύσκολο να χτίζεις για δυο ώρες κάτι που οδηγεί σε μία από τις σημαντικότερες ίσως σκηνές της καριέρας σου και μετά να έχεις μία ακόμη ολόκληρη ώρα ταινίας.
Δεν αποτυγχάνει φυσικά, η ταινία παραμένει ενδιαφέρουσα και ποτέ δεν χωλαίνει πραγματικά, αλλά δημιουργείται μια εντύπωση ότι το, ας πούμε, δικαστικό δράμα, αυτή η διαμάχη μεταξύ του Strauss και του Oppenheimer, έχει ξεκάθαρο σκοπό μεν, και αφηγηματικό και θεματικό, αλλά, έρχεται και μετά από μια ξεκάθαρη κλιμάκωση που για πολλούς θα ήταν το τέλειο φινάλε μιας ταινίας (επίσης, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η ταινία δεν καταφέρνει ποτέ να αιτιολογήσει *γιατί* είναι τόσο σημαντικός αυτός ο χαρακτήρας που καταλαμβάνει τόσο screen time).
Για τον Christopher Nolan ήταν απλώς η πόρτα προς την τρίτη πράξη.
Μπροστά από την κάμερα έχουμε παρέλαση αστέρων, με τον Cillian Murphy φυσικά να ξεχωρίζει. Ο Ιρλανδός, στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο για ταινία του Nolan, δίνει τα πάντα σε μια ερμηνεία ξεχωριστή. Παίζει με τα μάτια, με το σώμα, με τον χώρο γύρω του, με ό,τι μπορεί να αφουγκραστεί κανείς. Το σενάριο του Nolan ζητάει πολλά από τον πρωταγωνιστή του κι αυτός φέρνει εις πέρας την αποστολή του, καθώς κατορθώνει στο τέλος να ζωντανέψει έναν άνθρωπο με τόσες ξεχωριστές πτυχές στον χαρακτήρα του.
Δίπλα του, βρίσκουμε την Florence Pugh και την Emily Blunt ως δύο γυναίκες που στιγμάτισαν τη ζωή του φυσικού, τον προαναφερθέν Robert Downey Jr. αλλά και τους Matt Damon, Casey Affleck και Gary Oldman μεταξύ άλλων (πολλών) σε ερμηνείες που φέρνουν το κάτι παραπάνω στην ταινία.
Στα του ήχου, να πούμε καλό κουράγιο σε όλα τα ετοιμοθάνατα ηχοσυστήματα των ελληνικών σινεμά εκεί έξω.
Το Oppenheimer είναι μια ταινία που φωνάζει σινεμά και το εξαιρετικό soundtrack του Ludwig Göransson πρέπει να ακούγεται όσο πιο δυνατά γίνεται. Ο Σουηδός συνθέτης, μετά το ‘Tenet’, συνεργάζεται ξανά με τον Nolan και μας χαρίζει ένα μουσικό αποτέλεσμα που θα μνημονεύουμε για καιρό.
Οι συνθέσεις του είναι, χωρίς καμία υπερβολή, ένας επιπλέον, σημαντικότατος χαρακτήρας του ‘Oppenheimer’, πότε ήρεμος, πότε έντονος, πάντα όμως εκεί για να τον θαυμάσουμε. Είναι σαφώς δύσκολη δουλειά να παίρνεις τη θέση ενός Hans Zimmer, αλλά το αποτέλεσμα μιλάει από μόνο του.
Φιλόδοξο, μεγαλεπήβολο, εντυπωσιακό, το ‘Oppenheimer’ είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς και ένα εντυπωσιακό comeback για τον Christopher Nolan, που επανέρχεται στον θρόνο του ως ο άνθρωπος που ξέρει καλύτερα απ’ όλους να φτιάχνει σινεμά τέτοιου τύπου για τις μάζες. Το είδαμε σε όλη την χώρα, το είδαμε και στην Ελλάδα.
Σε μία εποχή που το streaming μεσουρανεί, που ο κόσμος φαίνεται (επιτέλους για κάποιους) κουρασμένος από την Marvel – DC κυριαρχία, που το σινεμά χρειάζεται δημιουργικές ανάσες, το να γεμίζουν αίθουσες σε πρωτεύουσα και επαρχία από τόσο κόσμο που μαζεύτηκε να δει μία τρίωρη ταινία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς σφαίρες, χωρίς εντυπωσιακές χορογραφίες, χωρίς υπόσχεση για sequel και franchise, δεν είναι απλά καλό, ίσως είναι και αναγκαίο.
Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν αναλυτικά:
Cillian Murphy, Emily Blunt, Florence Pugh, Robert Downey Jr., Matt Damon, Rami Malek, Benny Safdie, Josh Hartnett, Gary Oldman, Dane DeHaan, Jack Quaid, Gustaf Skarsgard, Matthew Modine. Το cast συμπληρώνουν οι ηθοποιοί: Dylan Arnold, David Krumholtz, Alden Ehrenreich, David Dastmalchian, Olli Haaskivi, Jason Clarke, James D’Arcy, Michael Angarano, Guy Burnet, Danny Deferrari, Matthias Schweighöfer, Harrison Gilbertson, Emma Dumont και Devon Bostick.