Ένα μικρό αφιέρωμα στον τεράστιο Warrel Dane
7 Μαρτίου 1961. Στο Seattle γεννιέται ένας άντρας που έμελλε να αφήσει ανεξίτηλο στίγμα στη μουσική. Το όνομα του ήταν Warrel Baker, αλλά ο κόσμος τον ξέρει ως Warrel Dane, τραγουδιστή και στιχουργό για τους Sanctuary και τους θρυλικούς Nevermore.
Ο Dane ξεκίνησε την καριέρα του στο μικρό συγκρότημα Serpent’s Knight, αλλά ήταν η ίδρυση των Sanctuary το 1985 που τον έβαλε στο δρόμο για τη δόξα.
Οι Sanctuary ποτέ δεν είχαν μεγάλη εμπορική επιτυχία, αλλά ήταν μαζί με μερικούς άλλους το θεμέλιο της πιο hard σκηνής του Seattle, που ανέδειξε μπάντες όπως οι Queensrÿche και οι Metal Church.
Στους Sanctuary ήταν που φάνηκαν οι φωνητικές δυνατότητες του Dane, και εκεί ήταν που γνώρισε τον Jim Sheppard και τον Jeff Loomis, με τους οποίους αργότερα θα κατακτούσε το metal ακροατήριο.
Βέβαια το Seattle είναι γνωστότερο στο ευρύ κοινό για την grunge σκηνή, η οποία είχε επίσης μερίδιο στην ανάδειξη του Dane, απλά με άλλον τρόπο.
Οι πιέσεις της Epic Records στους Sanctuary για αλλαγή του ήχου τους σε μια πιο grunge κατεύθυνση δεν άρεσαν στους Dane και Sheppard, και με την αποχώρησή τους η μπάντα διαλύθηκε το 1992.
Από τις στάχτες της γεννήθηκαν οι Nevermore, από τα σημαντικότερα metal σχήματα του ’90 και του ’00.
Η πορεία των Nevermore μέχρι και τη διάλυσή τους το 2011 είναι στρωμένη με δάφνες, με το συγκρότημα να έχει στο παλμαρέ του μερικούς από τους πιο ιδιαίτερους (και ποιοτικούς κατ’ εμέ, αν και κατά καιρούς διχάζουν το κοινό) δίσκους της εποχής.
‘The Politics of Ecstasy’, ‘Dead Heart in a Dead World’, ‘This Godless Endeavor’ και η λίστα συνεχίζεται, εξασφαλίζοντας την αθανασία στους δημιουργούς.
Το τέλος της μπάντας δεν ήταν το τέλος για τον Dane, ο οποίος συνέχισε με solo δουλειές, αλλά και με την ανασύσταση των Sanctuary με νέο lineup, συνεχίζοντας να γράφει και τραγουδάει.
Μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2017, όταν ένα καρδιακό επεισόδιο έβαλε τέλος στη ζωή του και άφησε τη σκηνή φτωχότερη και συντετριμμένη.
Τον θυμόμαστε για τη μοναδική φωνή του με το τεράστιο εύρος και την ιδιαίτερη χροιά. Αν και δεν άρεσε σε όλους, είναι αδιαμφισβήτητα από τις φωνές που δεν θα ξεχάσει ο χώρος, όσα χρόνια και αν περάσουν.
Από τα πιο σκοτεινά τραγούδια των Nevermore, όπου ο βαρύτονος Warrel Dane ρίχνει τους τόνους σε απύθμενα πηγάδια, μέχρι τις πιο καλπάζουσες συνθέσεις των Sanctuary, που ανεβαίνει στους ουρανούς, η φωνή του τραγουδιστή από το Seattle είναι φαινομενικά ικανή σχεδόν για τα πάντα.
Τον θυμόμαστε για τους συναισθηματικούς του στίχους. Στίχους με πόνο, αλλά και με οργή. Με πάθος, αλλά και με κυνισμό. Μελοδραματικός; Ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις.
Αλλά συχνά έδινε τον τόνο σε ολόκληρα άλμπουμ, εξίσου σημαντικός με τις μελωδίες του Loomis.
Το συναίσθημα αυτό έβγαινε και όταν τραγουδούσε, φροντίζοντας το κομμάτι να μιλάει πάντα στον ακροατή.
Τον θυμόμαστε γιατί αυτός και οι bandmates του μας έδωσαν μερικά από τα αγαπημένα μας τραγούδια. Γιατί μας έδωσαν πράγματα να σκεφτούμε και να συζητήσουμε.
Γιατί έκαναν τη μουσική που ακούμε ευρύτερη, βαθύτερη, πιο ώριμη.